ραμμένος,
-η, -ο, επίθ.
[μτχ. του ρ. ράβω], ραμμένος. 1. που έχει υποστεί πρόσφατα εγχείρηση:
«πρόσεχε μην χτυπήσεις τον άνθρωπο, γιατί είναι ραμμένος». 2. το θηλ. ως
ουσ. η ραμμένη, γυναίκα που έχει αποκαταστήσει με ιατρική επέμβαση τον
παρθενικό της υμένα: «μην την πιστέψεις, αν σου πει πως είναι παρθένα, γιατί
είναι ραμμένη»·
- είναι
κομμένο και ραμμένο στα μέτρα μου, βλ. λ. κομμένος·
- είναι
ραμμένοι φόδρα με φόδρα, βλ. λ. φόδρα·
- κομμένη
και ραμμένη! βλ. λ. κομμένος·
- το ’χω
ραμμένο (ενν. στο στόμα μου), α. δε μιλώ, δεν ανοίγω στιγμή το στόμα
μου να μιλήσω: «όταν μιλάει αυτός ο άνθρωπος, εγώ το ’χω ραμμένο κι ακούω πάντα
προσεκτικά αυτά που λέει». β. αρνούμαι πεισματικά να μιλήσω, να απαντήσω
σε ερώτηση που μου έχει απευθύνει κάποιος: «επειδή πείσμωσε, το ’χει ραμμένο
και δεν απαντάει σ’ ό,τι του λέμε».