ράμμα,
το, ουσ.
[<αρχ. ῥάμμα], το ράμμα· συνήθως στον πλ. τα ράμματα·
- γαμώ
τα ράμματά μου! έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ατόμου. Συνήθως η
φρ. κλείνει πάλι με το ρ. γαμώ: «όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν, γαμώ
τα ράμματά μου, γαμώ». Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ
τα ράμματά σου! ή σου γαμώ τα ράμματα! α. επιθετική έκφραση
εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «ουστ
από δω, γαμώ τα ράμματά σου, που απ’ τη στιγμή που πάτησες το πόδι σου δημιουργείς
όλο φασαρίες! || κάτσε καλά, γιατί σου γαμώ τα ράμματα!». β. εκστομίζεται
και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ότι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ.
Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια!
λ. γαμώ·
- έχω
ράμματα για τη γούνα του, γνωρίζω τις παρανομίες ή τις παρατυπίες του και
εν καιρώ θα τον τιμωρήσω ή θα προσπαθήσω να τον σωφρονίσω, ιδίως με ξυλοδαρμό:
«πρέπει να κάνω κάτι μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί από καιρό έχω ράμματα για τη
γούνα του»·
- σέρνει
ο λαγός το λέοντα με το χρυσό το ράμμα, βλ. συνηθέστ. τρίχα μουνιού
σέρνει καράβι, λ. καράβι·
- του
αλλάζω τα ράμματα, βλ. φρ. του γαμώ τα ράμματα·
- του
αλλάζω τα ράμματα στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του
γαμώ τα ράμματα, α.τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «επειδή
δεν του έδινε τα λεφτά που του χρωστούσε τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του
γάμησε τα ράμματα». β. του καταφέρω τόσο δυνατό χτύπημα, τον δέρνω τόσο
πολύ, που τον διαλύω και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «μόλις του ’βρισε τη
μάνα, τον άρπαξε στα χέρια του και του γάμησε τα ράμματα». Από την εικόνα του
εγχειρισμένου ατόμου που σπάζουν τα ιατρικά ράμματα και ανοίγει η πληγή του,
όταν δεχτεί ισχυρό χτύπημα στο μέρος της πληγής του. γ. εκστομίζεται και
ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ.