ράβδος,
η, ουσ.
[<αρχ. ῥάβδος], η ράβδος· το μεγάλο ραβδί·
- έπεσε
η αγία ράβδος, επιβλήθηκε τιμωρία με ξυλοδαρμό προς σωφρονισμό: «μόλις αντιλήφθηκε
ο πατέρας του πως ήταν μεθυσμένος, τον άρπαξε στα χέρια του κι έπεσε η αγία
ράβδος». Από το ότι σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, το ξύλο βγήκε απ’ τον
Παράδεισο·
- θα
πέσει (η) αγία ράβδος, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα τον
τιμωρήσουμε με ξυλοδαρμό για να τον σωφρονίσουμε: «αν ξαναενοχλήσεις την κόρη
μου, θα πέσει η αγία ράβδος»·
- όπου
δεν πίπτει (πέφτει) λόγος, πίπτει (πέφτει) ράβδος, βλ. λ. λόγος·
- ράβδος
εν γωνία, άρα βρέχει, λέγεται για αστήρικτο και παράλογο συμπέρασμα, για
συλλογισμό που δεν έχει λογική, που είναι ασυνάρτητος: «υποστηρίζει πως η
νυχτερινή διασκέδαση συμβάλλει στην υπογεννητικότητα. -Ράβδος εν γωνία, άρα
βρέχει». Συνών. από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα.