πώς, ερωτημ.
επίρρ. [<αρχ. πῶς], πώς. 1. με ποιο τρόπο: «δεν ξέρω πώς θα μπορέσω
να βγω απ’ αυτή τη δύσκολη κατάσταση που βρίσκομαι!». 2. γιατί, με ποια
λογική: «πώς δεν κάνει; || πώς έφτασες σ’ αυτό το συμπέρασμα;». 3. ως
επιφών. πώς! (ειρωνικά) δίνεται ως αρνητική απάντηση με παράλληλο
ειρωνικό μορφασμό: «περάσατε καλά στην εκδρομή; -Πώς!», δηλ. όχι, δεν περάσαμε
καλά. (Ακολουθούν 95 φρ.)·
- άγνωστο πώς, βλ. λ. άγνωστος·
-
αμ πώς! τι νόμισες! Χαρακτηριστική έκφραση του ηθοποιού Κώστα
Χατζηχρήστου στο ρόλο του χωρικού Θύμιου· βλ. και φρ. εμ πώς(!)·
-
αμ πώς, αλλιώς; βλ. λ. αλλιώς·
-
αυτό πάλι πώς το βλέπεις; βλ. λ. αυτός·
-
δε μ’ ενδιαφέρει το πότε, αλλά το πώς, έκφραση απορίας ή ανησυχίας που
δηλώνει πως δε μας απασχολεί ο χρόνος, η διάρκεια κατασκευής ενός έργου, αλλά ο
τρόπος (από ποιοτική άποψη) με τον οποίο θα κατασκευαστεί. Επίσης δηλώνει πως
δε μα απασχολεί πότε θα πεθάνω, αλά με τον τρόπο (από άποψη ποιότητας) με τον
οποίο θα τελειώσει η ζωή μου·
-
δεν έχει πώς, βλ. λ. έχω·
-
δεν ξέρω (το) τι και (το) πώς, δε γνωρίζω λεπτομέρειες για το λόγο, την
αιτία και τον τρόπο με τον οποίο έγινε κάτι: «έχω μάθει ότι μάλωσαν, αλλά δεν
ξέρω το τι και το πώς»·
-
εμ πώς! και βέβαια, οπωσδήποτε: «θα ’ρθεις μαζί μας στην εκδρομή; -Εμ
πώς!», δηλ. και βέβαια θα έρθω· βλ. και φρ. αμ πώς(!)·
-
εμ πώς, αλλιώς; βλ. λ. αλλιώς·
-
κάνει πώς και πώς ή κάνει πώς και τι, α. επιδιώκει με
όλους τους τρόπους να αποκτήσει κάτι που λαχταράει πάρα πολύ: «κάνει πώς και
πώς γι’ αυτή τη γυναίκα || κάνει πώς και τι γι’ αυτό τ’ αυτοκίνητο». β.
περιμένει κάποιον με μεγάλη λαχτάρα: «κάνει πώς και πώς να δει το γιο του, που
έρχεται απ’ το εξωτερικό, γιατί έχει τρία χρόνια να τον δει»·
-
κατά πώς…, όπως, με τον τρόπο που, σύμφωνα με…: «κατά πώς πράξεις, θα
πράξω || κατά πώς κινηθείς, θα κινηθώ»·
-
κατά πώς βλέπω τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
-
κατά πώς δείχνουν τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
-
κατά πώς έρχονται τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
-
κατά πώς έστρωσες, θα κοιμηθείς ή κατά πώς στρώσεις θα κοιμηθείς, βλ. λ. στρώνω·
-
κατά πώς λέγεται, βλ. λ. λέγομαι·
-
κατά πώς λέει, βλ. λ. λέω·
-
κατά πώς λένε, βλ. λ. λέω·
-
να δούμε πώς θα κάτσει η μπίλια, βλ. λ. μπίλια·
-
προσέχω πώς και πώς (κάτι), βλ. φρ. το ’χω πώς και πώς·
- πώς αλλάζουν οι καιροί! βλ. λ. καιρός·
- πώς αλλιώς; βλ. λ. αλλιώς·
-
πώς αντέχει η καρδιά σου; βλ. λ. καρδιά·
-
πώς αντέχει η καρδιά σου να…; βλ. λ. καρδιά·
-
πώς αντέχει η ψυχή σου; βλ. λ. ψυχή·
-
πώς αντέχει η ψυχή σου να…; βλ. λ. ψυχή·
-
πώς από δω Γιωργάκη; έκφραση απορίας ή δυσαρέσκειας για την αναπάντεχη
παρουσία σε κάποιον χώρο κάποιου που δε μας είναι ευχάριστη ή επιθυμητή. Πολλές
φορές, λέγεται ενώ η παλάμη με τα δάχτυλα ανοιχτά κάνει μισή περιστροφή. Η
έκφραση κυκλοφόρησε ευρέως στα τέλη της δεκαετίας του 1957 μετά την προβολή του
κινηματογραφικού έργου Δελησταύρου και υιός με τον Βασίλη Λογοθετίδη τό
οποίο σκηνοθέτησε ο Αλέκος Σακελλάριος·
-
πώς αυτό; βλ. λ. αυτός·
-
πώς βαστά η καρδιά σου; βλ. λ. καρδιά·
-
πώς βαστά η καρδιά να…; βλ. λ. καρδιά·
-
πώς βαστά η ψυχή σου; βλ. λ. ψυχή·
-
πώς βαστά η ψυχή σου να…; βλ. λ. ψυχή·
-
πώς βαστιέμαι, ένας Θεός το ξέρει! βλ. λ. Θεός·
-
πώς βαστώ, ένας Θεός το ξέρει! βλ. λ. Θεός·
-
πώς για; βλ. λ. για·
-
πώς γίνεται και… ή πώς γίνεται να…, εκφράζει απορία, πώς είναι
δυνατόν, πώς μπορεί: «πώς γίνεται και ζούνε μέσα σε τόση φτώχεια! || πώς
γίνεται και τον προτιμούν όλες οι παρέες, ενώ είναι τόσο κωλόπαιδο! || πώς
γίνεται να ζει τόσο σπάταλη ζωή, χωρίς να είναι πλούσιος!»·
-
πώς δε(ν)… (ακολουθεί ρήμα), έκφραση με την οποία δηλώνουμε τη θετική
στάση ή συμπεριφορά μας σε αυτό που δηλώνει το ρήμα της φράσης που μας
απευθύνει ο συνομιλητής μας: «θέλεις να ’ρθεις μαζί μας στην εκδρομή; -Πώς δε
θέλω», δηλ. και βέβαια θέλω ή «γιατί δε δουλεύεις; -Πώς δε δουλεύω», δηλ. και
βέβαια δουλεύω ή «γιατί δεν τρως; -Πώς δεν τρώω», δηλ. και βέβαια τρώω·
-
πώς είναι δυνατό(ν)! βλ. λ. δυνατός·
-
πώς είναι τα πράγματα; βλ. λ. πρά(γ)μα·
-
πώς είπατε; ή πώς είπες; α. έκφραση με την οποία δηλώνουμε
σε κάποιον πως δεν ακούσαμε αυτό που μας είπε μόλις προηγουμένως και του ζητάμε
να το επαναλάβει. β. ειρωνική έκφραση σε κάποιον που μας ζητάει κάτι
παράλογο ή πέρα από τις δυνατότητές μας ή κάτι που, εν τέλει, δεν είμαστε διατεθειμένοι
να του το δώσουμε: «θα μου δώσεις μέχρι αύριο τρεις χιλιάδες ευρώ; -Πώς
είπατε;»·
-
πώς έχουν τα πράγματα; βλ. λ. πρά(γ)μα·
-
πώς ήμουν και πώς έγινα, δηλώνει τη θετική και συνήθως την αρνητική
εξέλιξη στη ζωή ενός ατόμου. (Λαϊκό τραγούδι: χτες το βράδυ στην ταβέρνα
ήμουν σκεπτικός καθισμένος στη γωνιά μου μελαγχολικός, γέμιζα το ποτηράκι και
το έπινα και σκεπτόμουνα πώς ήμουν και πώς έγινα)·
-
πώς και…, λέγεται με ειρωνική διάθεση για αρνητικό σχολιασμό ατόμου:
«πώς και δεν ήρθε ακόμη;», ενώ δηλ. είναι άτομο που έρχεται πάντα από τους
πρώτους ή πρώτος ή «πώς κι έφυγε τόσο νωρίς;», ενώ δηλ. είναι άτομο που φεύγει
πάντα από τους τελευταίους ή τελευταίο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μπα· βλ.
και φρ. πώς (κι) έτσι και…(;)·
-
πώς και γιατί, βλ. λ. γιατί·
-
πώς κάνεις έτσι! λέγεται σε άτομο που αντιδρά με υπερβολικό τρόπο,
συνήθως χωρίς σπουδαίο λόγο: «πώς κάνεις έτσι για μια τόση δα γρατζουνιά!».
Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μωρέ παιδάκι μου ή το μωρέ παιδί
μου ή με το ρε παιδάκι ή το ρε παιδί μου·
-
πώς (κι) έτσι και…; για ποιο λόγο; γιατί(;): «πώς κι έτσι και δεν ήρθε
ακόμη; || πώς έτσι κι έφυγε τόσο νωρίς;»· βλ. και φρ. πώς (κι) ήταν αυτό
και(…)·
-
πώς (κι) ήταν αυτό και...; έκφραση έκπληξης ή απορίας για την ανέλπιστη
παρουσία ή χειρονομία κάποιου: «πώς κι ήταν αυτό και πέρασες να δεις τους
γονείς σου; || πώς ήταν αυτό και θυμήθηκες να μου επιστρέψεις τα δανεικά που
σου ’δωσα;». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μπα·
-
πώς κρατιέμαι, ένας Θεός το ξέρει! βλ. λ. Θεός·
-
πώς κρατώ, ένας Θεός το ξέρει! βλ. λ. Θεός·
-
πώς μετράει; τι είδους άνθρωπος είναι; ποιο είναι το ποιόν του(;):
«φαίνεται συμπαθητικός άνθρωπος, αλλά ξέρει κανείς πώς μετράει;». Συνών. τι
βιολί βαράει; / τι καπνό φουμάρει; / τι ρόλο παίζει; / τι ώρες κάνει(;)·
-
πώς μπόρεσες και…; ή πώς μπόρεσες να…; έκφραση θαυμασμού ή
αποδοκιμασίας για κάτι που είπε ή έκανε κάποιος: «πώς μπόρεσες κι αντιμίλησες
κοτζάμ διευθυντή; || πώς μπόρεσες να διώξεις τόσο καλή γυναίκα από κοντά σου;».
Στην πρώτη περίπτωση, μετά το ρ. της φρ. ακούγονται διάφορα θαυμαστικά όπως ρε
θηρίο ή ρε μεγάλε ή ρε μπαγάσα, ενώ στη δεύτερη περίπτωση
ακούγονται τα αποδοκιμαστικά όπως ρε βλάκα ή ρε ηλίθιε ή ρε
μαλάκα ή ρε χαμένε και διάφορα άλλα·
-
πώς να το κάνουμε, από οποιαδήποτε μεριά και να το εξετάσεις, ακόμη και
αν εξαντλήσεις όλες τις πιθανότητες ή ακόμη και αν λάβεις υπόψη σου τις
αντίθετες γνώμες, εξακολουθεί να υπάρχει το αρχικό δεδομένο: «μπορεί να μη τον
συμπαθώ αλλά, πώς να το κάνουμε, είναι καλός άνθρωπος || δε γίνεται ν’ αθετήσω
το συμβόλαιο που υπέγραψα, πώς να το κάνουμε!». (Λαϊκό τραγούδι: αρέσω,
παιδί μου, αρέσω πώς να το κάνουμε, αρέσω, παιδί μου, αρέσω, δε θα
πεθάνουμε)· βλ. και φρ. όπως και να το κάνει κανείς, λ. όπως·
-
πώς ναι! έκφραση αμφισβήτησης ή απορίας στο βεβαιωτικό ναι που
μας λέει κάποιος για κάτι: «έδωσες τα δανεικά που χρωστούσες στον τάδε; -Ναι.
-Πώς ναι, αφού ο ίδιος μου είπε πως δεν του τα ’δωσες ακόμη!»·
-
πώς νιώθεις τον εαυτό σου; βλ. λ. εαυτός·
-
πώς όχι! έκφρασης αμφισβήτησης ή απορίας στο αρνητικό όχι που μας
λέει κάποιος για κάτι: «ήταν ο τάδε στη συγκέντρωση; -Όχι. -Πώς όχι, αφού τον
είδα με τα μάτια μου!»·
- πώς
πάει; ή πώς πας; ή πώς τα πας; ερώτηση ενδιαφέροντος για την
πορεία των πραγμάτων στη ζωή κάποιου ανθρώπου·
-
πώς πάει η δουλειά; ή πώς πάν’ οι δουλειές; βλ. λ. δουλειά·
-
πώς πάν’ κόρακα τα παιδιά σου; -Όσο πάνε και μαυρίζουν, βλ. λ. παιδί·
- πώς πάν’ τα κέφια; βλ. λ. κέφι·
-
πώς πάν’ τα πράγματα; βλ. λ. πρά(γ)μα·
-
πώς πήγε; (κάτι), βλ. λ. πάω·
-
πώς πήγες; ή πώς τα πήγες; (με κάποιον ή με κάτι), βλ. λ. πάω·
-
πώς σε λένε; βλ. λ. λέω·
-
πώς σε φωνάζουν; βλ. λ. φωνάζω·
-
πώς σου φαίνεται; βλ. λ. φαίνομαι·
-
πώς στ’ ανάθεμα! βλ. λ. ανάθεμα·
-
πώς στα κομμάτια! βλ. λ. κομμάτι·
-
πώς στην ευχή! βλ. λ. ευχή·
-
πώς στην οργή! βλ. λ. οργή·
-
πώς στο δαίμονα! βλ. λ. δαίμονας·
-
πώς στο διάβολο! βλ. λ. διάβολος·
-
πώς στο καλό! βλ. λ. καλός·
-
πώς στον κόρακα! βλ. λ. κόρακας·
-
πώς (τα) βλέπεις τα πράγματα; βλ. λ. πρά(γ)μα·
-
πώς τη βγάζεις; βλ. λ. βγάζω·
-
πώς τη βλέπεις τη δουλειά; βλ. λ. δουλειά·
-
πώς την άκουσες; ή πώς την έχεις ακούσει; Βλ. λ. ακούω·
-
πώς την είδες; ή πώς την έχεις δει; βλ. λ. είδα·
-
πώς την είδες τη δουλειά; βλ. λ. δουλειά·
-
πώς την ψάχνεις τη δουλειά; βλ. λ. δουλειά·
-
πώς το αντέχει η καρδιά σου να…; βλ. λ. καρδιά·
-
πώς το αντέχει η ψυχή σου να…; βλ. λ. ψυχή·
-
πώς το βαστά η καρδιά σου να…; βλ. λ. καρδιά·
-
πώς το βαστά η ψυχή σου να…; βλ. λ. ψυχή·
-
πώς το λες αυτό! βλ. λ. λέω·
-
πώς το μπορεί η καρδιά σου να…; βλ. λ. καρδιά·
-
πώς το μπορεί η ψυχή σου να…; βλ. λ. ψυχή·
-
πώς το ’παθες και..., βλ. φρ. πώς ήταν αυτό και(...)·
- πώς το τρίβουν το πιπέρι, βλ. λ. πιπέρι·
- το περιμένω πώς και πώς ή το περιμένω πώς και τι, περιμένω
με λαχτάρα να μου φέρουν κάτι ή να συμβεί κάτι: «παρήγγειλα ένα ανταλλακτικό
για το αυτοκίνητό μου και το περιμένω πώς και πώς || λένε πως ο ανταγωνιστής
μου θα χρεοκοπήσει και το περιμένω πώς και πώς»·
- (το) πώς και το (πού), με ποιο τρόπο και σε ποιο μέρος:
«πες μου πώς και πού έγινε το κακό; || το πώς και το πού θα σας τα πει καλύτερα
ο τάδε, που ήταν αυτόπτης μάρτυρας». (Λαϊκό τραγούδι: και το ποιο όμορφο
κορίτσι στη δική μου γειτονιά από μένα παίρνει ρότα πώς και πού να
περπατά)·
- το ’χω πώς και πώς ή το ’χω πώς και τι, το
προσέχω πάρα πολύ να μην το χάσω, γιατί μου είναι ή το θεωρώ πολύτιμο,
ανεκτίμητο: «αυτό το ρολόι ήταν δώρο του συχωρεμένου του πατέρα μου, γι’ αυτό
το ’χω πώς και πώς || αυτός ο πίνακας είναι πολύ σπουδαίο κομμάτι και το ’χω
πώς και τι»·
-
τον (την) έχω πώς και πώς ή τον (την) έχω πώς και τι, τον (την)
προσέχω πάρα πολύ, τον (την) φροντίζω πάρα πολύ, ιδίως από μεγάλη αγάπη: «η
γυναίκα του είναι πολύ καλή και, παρόλες τις αταξίες του, τον έχει πώς και πώς ||
είναι τρελά ερωτευμένος με τη γυναίκα του και την έχει πώς και τι»·
- τον περιμένω πώς και πώς ή τον περιμένω πώς και τι, τον
περιμένω με λαχτάρα να έρθει να με συναντήσει: «έχω ραντεβού με τον τάδε, για
να μου φέρει κάτι λεφτά, και τον περιμένω πώς και πώς»·
- φυλάω πώς και πώς (κάτι), βλ. συνηθέστ. το ’χω πώς και πώς·
- ψάχνω το πώς και το γιατί, ψάχνω να ανακαλύψω τον τρόπο και
το λόγο για τον οποίο συνέβη ένα γεγονός: «είμαι τόσο περίεργος μ’ αυτή την
υπόθεση, που ψάχνω το πώς και το γιατί κατέληξε σε φιάσκο!».