πυροβολούμαι, ρ. [<πυροβολώ], πυροβολούμαι·
-
ό,τι κινείται, πυροβολείται, λέγεται για άντρα που πηγαίνει αδιακρίτως
με κάθε γυναίκα, χωρίς να εξετάζει αν είναι όμορφη ή άσχημη, μεγάλη ή μικρή
στην ηλικία: «πρόσεχε την κόρη σου απ’ τον τάδε, γιατί είναι απ’ αυτούς που
ό,τι κινείται, πυροβολείται».