πυρίτιδα, η, ουσ. [<μτγν. πυρίτις + κατάλ. -ιδα], η πυρίτιδα·
- δεν ανακαλύψαμε τώρα την πυρίτιδα, λέγεται ειρωνικά σε κάποιον που
έχει την εντύπωση πως είπε ή έκανε κάτι το πρωτότυπο: «μας λέτε πως τα τροχαία
αναδεικνύονται σε μάστιγα της κοινωνίας μας, όμως κύριε, δεν ανακαλύψαμε τώρα
την πυρίτιδα». Συνών. δεν ανακαλύψαμε τώρα τη Γη του Πυρός / δεν ανακαλύψαμε
τώρα την Αμερική / δεν ανακαλύψαμε τώρα τον τροχό.