πύραυλος, ο, ουσ. [<πῦρ + αὐλός], ο πύραυλος·
-
έγινε πύραυλος, α. εξοργίστηκε πάρα πολύ: «μόλις έμαθε πως τον
κατηγόρησε ο φίλος του, έγινε πύραυλος». Από το θόρυβο που δημιουργείται κατά
την εκτόξευση του πυραύλου. β. έφυγε αστραπιαία, έφυγε ταχύτατα: «μόλις
έμαθε πως έπεσε και χτύπησε η μάνα του, έγινε πύραυλος για το σπίτι του». Από
την ταχύτητα με την οποία κινείται ο πύραυλος·
-
έφυγε πύραυλος, έφυγε αστραπιαία, ταχύτατα: «μόλις έμαθε πως έδερναν τον
αδερφό του στο παρακάτω στενό, έφυγε πύραυλος να πάει να τον βοηθήσει»·
-
τον έκανα πύραυλο, τον εξόργισα πάρα πολύ: «του ’λεγα συνέχεια πως η
ομάδα του είναι κουρέλα και τον έκανα πύραυλο».