πυρ, το, ουσ.
[<αρχ. πῦρ], το πυρ. 1. στον πλ. τα πυρά, οι πυροβολισμοί: «τα
πυρά των αντιμαχομένων ακούγονταν όλη τη μέρα». 2. οι σφοδρές λεκτικές
επιθέσεις: «δε γλίτωσε κανείς απ’ τα πυρά του τάδε». 3. ως στρατιωτικό
παράγγελμα πυρ! λέγεται για την έναρξη πυροβολισμών, βολών. (Ακολουθούν
22 φρ.)·
-
ανοίγω πυρ, αρχίζω να πυροβολώ: «μόλις μας δόθηκε το σύνθημα, ανοίξαμε
πυρ εναντίον του εχθρού»·
-
αρχίζω πυρ, βλ. φρ. ανοίγω πυρ·
- άσφαιρα πυρά, α. πυρά χωρίς βλήματα: «οι ασκήσεις
των στρατιωτών έγιναν με άσφαιρα πυρά». β. λεκτικές επιθέσεις εναντίον
κάποιου που τελικά δεν τον πλήττουν, δεν του κάνουν κακό: «τα πυρά της
αντιπολίτευσης εναντίον του προεδρείου αποδείχτηκαν άσφαιρα πυρά»·
-
βρίσκομαι μεταξύ δύο πυρών, α. βάλλομαι, δέχομαι πυρά από δυο
διαφορετικές πλευρές, βρίσκομαι σε διασταυρούμενα πυρά: «κάποια στιγμή η
περίπολος βρέθηκε μεταξύ δύο πυρών». β. βάλλομαι, δέχομαι σφοδρές
λεκτικές επιθέσεις ή σφοδρές επικρίσεις από δυο ταυτόχρονα ανθρώπους ή από δυο
ομάδες ανθρώπων: «απ’ τη μια είχα τη γυναίκα μου που γκρίνιαζε συνεχώς, απ’ την
άλλη είχα την πεθερά μου που τσίριζε και, καθώς βρισκόμουν μεταξύ δύο πυρών,
την κοπάνησα κι ησύχασε το κεφάλι μου»·
-
γραμμή πυρός, βλ. λ. γραμμή·
-
δέχομαι πυρά ή δέχομαι τα πυρά (κάποιου ή κάποιων), δέχομαι
σφοδρές λεκτικές επιθέσεις, δέχομαι σφοδρές επικρίσεις: «απ’ τη μέρα που
διέλυσε την οικογένειά του για μια χαζογκόμενα δέχεται τα πυρά της παρέας». Από
την εικόνα της μάχης όπου ανταλλάσσονται πυροβολισμοί·
-
διά πυρός και σιδήρου, α. με καταστροφική και δολοφονική μανία:
«ο εχθρός πέρασε όλη τη χώρα διά πυρός και σιδήρου». β. με πάρα πολύ
σκληρό και επώδυνο τρόπο: «είναι αποφασισμένος να επιβάλει την τάξη διά πυρός
και σιδήρου»·
-
έγινε παρανάλωμα του πυρός, βλ. λ. παρανάλωμα·
-
έγινε πυρ και μανία, οργίστηκε πάρα πολύ: «μόλις έμαθε πως δεν τον είχαν
συμπεριλάβει στους εκλογικούς συνδυασμούς του κόμματος, έγινε πυρ και μανία»·
-
είμαι μεταξύ δύο πυρών, βλ. φρ. βρίσκομαι μεταξύ δύο πυρών·
-
είμαι πυρ και μανία (εναντίον κάποιου), είμαι πάρα πολύ εξοργισμένος
εναντίον κάποιου: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με ρουφιάνεψε στο διευθυντή μου,
είμαι πυρ και μανία εναντίον του»·
-
ελληνικό πυρ, βλ. συνηθέστ. υγρό πυρ·
-
κόλαση πυρός, βλ. λ. κόλαση·
-
παίρνω το βάπτισμα του πυρός, βλ. λ. βάπτισμα·
-
παραδίνω στο πυρ, βλ. φρ. παραδίνω στις φλόγες, λ. φλόγα·
-
παύσατε πυρ! στρατιωτικό παράγγελμα για το σταμάτημα των πυροβολισμών,
των βολών και, κατ’ επέκταση, η λήξη των εχθροπραξιών, η ανακωχή: «με το
παύσατε πυρ επικράτησε απόλυτη σιγή στο χαράκωμα || μόλις ανακοινώθηκε και
επίσημα το παύσατε πυρ, ο κόσμος ξεχύθηκε με έξαλλη χαρά στους δρόμους»·
-
πυρ, γυνή και θάλασσα, τα τρία υποτιθέμενα κακά που μπορούν να
καταστρέψουν τη ζωή ενός άντρα. (Λαϊκό τραγούδι: πυρ, γυνή και θάλασσα,
εσείς με καταστρέψατε και τη ζωή μου χάλασα)·
-
το αιώνιον πυρ, βλ. φρ. το πυρ το εξώτερον·
- το πυρ το εξώτερον, ο τόπος που, σύμφωνα με τη
χριστιανική θρησκεία, θα βασανίζονται αιώνια οι αμαρτωλοί, όταν πεθάνουν, η
Κόλαση: «τέτοιος παλιάνθρωπος που είσαι, στην άλλη ζωή θα βασανίζεσαι αιώνια
στο πυρ το εξώτερον»·
-
τον έστειλα στο πυρ το εξώτερον, τον έστειλα στο διάολο, στα τσακίδια:
«κάποια στιγμή με ζάλισε το κεφάλι με τις ανοησίες που μου ’λεγε, και τον
έστειλα στο πυρ το εξώτερο»·
-
τον έχω πυρ και μανία, βλ. φρ. είμαι πυρ και μανία (εναντίον κάποιου)·
-
υγρό πυρ, εύφλεκτο υγρό, που χρησιμοποιούσαν οι βυζαντινοί για
πολεμικούς σκοπούς».