πύλη, η, ουσ.
[<αρχ. πύλη], η πύλη· λέγεται για περιοχή που διευκολύνει την πρόσβαση σε
μια άλλη συνήθως μεγαλύτερη: «η Ελλάδα είναι η πύλη της Ευρώπης στη Μέση
Ανατολή»·
-
άνοιξαν οι πύλες του Παραδείσου, δηλώνει μεγάλη χαρά, απέραντη ευτυχία:
«μόλις πάτησε το πόδι στην πατρίδα του μετά από τριάντα χρόνια, άνοιξαν γι’
αυτόν οι πύλες του Παραδείσου κι έκανε σαν μωρό παιδί»·
- η Ωραία Πύλη, η μεσαία και μεγαλύτερη από τις τρεις πόρτες του
τέμπλου, από την οποία μπαίνουν στο Ιερό Βήμα μόνο οι ιερείς: «ο παπάς βγήκε
απ’ το Ιερό Βήμα στην Ωραία Πύλη και είπε το Ευαγγέλιο»·
-
προ των πυλών, (ante portas) λέγεται για κίνδυνο που πλησιάζει
επικίνδυνα, απειλητικά: «ο εμφύλιος πόλεμος είναι προ των πυλών || ο εχθρός
βρίσκεται προ των πυλών». Συνών. επί θύραις.