πυγμή, η, ουσ.
[<αρχ. πυγμή], η γροθιά · η αποφασιστικότητα, η δύναμη, η επιμονή στη λήψη
αποφάσεων ή ενεργειών: «χρειάζεται πυγμή για να επιβιώσει κανείς σήμερα ||
χωρίς πυγμή, παιδάκι μου, δεν μπορείς να διευθύνεις κοτζάμ εργοστάσιο»·
-
άνθρωπος με πυγμή, βλ. λ. άνθρωπος·
-
δείχνω πυγμή ή δείχνω σιδερένια πυγμή, επιδεικνύω αποφασιστικά
και δυναμικά την κυριαρχία μου σε ένα χώρο: «απ’ τη στιγμή που θ’ αναλάβεις
διευθυντής του τμήματος, πρέπει να δείξεις πυγμή για να σε υπολογίζουν»·
-
έχει πυγμή ή έχει σιδερένια πυγμή, έχει δύναμη, δυναμισμό και
επιβάλλεται αποφασιστικά στους άλλους: «αν δεν είχε σιδερένια πυγμή, δε θα
μπορούσε να κουμαντάρει κοτζάμ εργοστάσιο». (Λαϊκό τραγούδι: αιτία ήταν η
τιμή που χάθηκε η Τροία, το δείξαν οι αρχαίοι μας που ’χαν πυγμή κι
αντρεία)·
-
με πυγμή ή με σιδερένια πυγμή, με αποφασιστικότητα και δυναμισμό:
«πρέπει να ενεργείς με πυγμή, για να σε υπολογίζουν οι άλλοι».