πτυχίο, το, ουσ. [<μτγν. πτύχιον <αρχ. πτυχή + κατάλ.
-ίον], το πτυχίο·
-
θα σκίσω το πτυχίο μου, έκφραση με την οποία δηλώνει κάποιος στο
συνομιλητή του ότι είναι εντελώς σίγουρος πως τα πράγματα δε θα γίνουν έτσι
όπως αυτός τα υπολογίζει ή τα υποστηρίζει: «ο πληθωρικός πρώην υπουργός του
ΠΑ.ΣΟ.Κ. Θόδωρος Πάγκαλος, υποσχέθηκε στον υπουργό Οικονομίας κ. Αλογοσκούφη
πως θα σκίσει το πτυχίο του αν η ανάπτυξη φτάσει στο τρεισήμισι τοις εκατό όπως
αυτός υποστήριξε στη Βουλή».