πρωταγωνιστής, ο, θηλ. πρωταγωνίστρια, η, ουσ. [<μτγν.
πρωταγωνιστής], ο πρωταγωνιστής· αυτός που παίζει τον κύριο ρόλο, που
πρωταγωνιστεί, που πρωτοστατεί σε μια υπόθεση: «ο πρωταγωνιστής των εργατικών
κινητοποιήσεων υπήρξε ο τάδε βουλευτής του Κ.Κ.Ε. || ο τάδε υπήρξε
πρωταγωνιστής σε όλους τους δημοκρατικούς αγώνες». Αναφορά στον ηθοποιό του θεάτρου
ή του κινηματογράφου που πρωταγωνιστεί σε ένα έργο·
-
πρωταγωνιστής του δράματος, το κύριο πρόσωπο σε ένα θλιβερό ή τραγικό
γεγονός: «μετά το στυγερό έγκλημα, πρωταγωνιστές του δράματος είναι οι γονείς
του νεκρού και του δολοφόνου».