πρωία, η, ουσ.
[<μτγν. πρωΐα], το πρωί. (Τραγούδι: πρωίαν σε είδον μαλλιά
ξεπλεγμένα στους ώμους ριγμένα)·
-
κάποια(ν) ωραία(ν) πρωία(ν) ή μια(ν) ωραία(ν) πρωία(ν), α. δηλώνει
αόριστα μια μέρα και λέγεται συνήθως για κάτι δυσάρεστο, αλλά και ευχάριστο που
συμβαίνει ξαφνικά: «αγωνίζεσαι μια ζωή να κάνεις λεφτά κι όταν αποφασίζεις
κάποια στιγμή να τα χαρείς, έρχεται μια ωραία πρωία ένα καραμπινάτο έμφραγμα κι
αντίο ζωή || ήταν καταχρεωμένος, ώσπου κάποια ωραία πρωία ήρθε και τον βρήκε ο
φίλος του, που είχε έρθει απ’ την Αμερική, και τον ξελάσπωσε». β. πολλές
φορές, αναφέρεται και σε διήγηση: «στην αρχή ήταν πολύ διστακτικός, ώσπου μια
ωραία πρωία πήρε την απόφαση να την επισκεφθεί στο σπίτι της»·
-
μέχρι πρωίας, από το βράδυ μέχρι τις πρωινές ώρες: «χτες βράδυ πήγαμε
στα μπουζούκια και το γλεντήσαμε μέχρι πρωίας».