πρωί, το, ουσ.
[αρχ. επίρρ. πρωΐ], το πρωί· ως επίρρ. κατά τις πρωινές ώρες, χαράματα:
«ξεκίνησε πρωί για τη δουλειά του». (Ακολουθούν 16 φρ.)·
-
αν ζυμώσεις το πρωί, αποβραδίς κοσκίνα, βλ. λ. αποβραδίς·
-
απ’ το βράδυ ως το πρωί, κατά τη διάρκεια όλης της νύχτας, από τη δύση
ως την ανατολή του ηλίου: «απ’ το βράδυ ως το πρωί δουλεύει σ’ ένα νυχτερινό
κέντρο». (Λαϊκό τραγούδι: χρόνια τώρα συλλογιέσαι απ’ το βράδυ ως το πρωί,
πάψε να παραπονιέσαι για την άδικη ζωή)·
-
απ’ το πρωί ως το βράδυ, βλ. λ. βράδυ·
-
απ’ το πρωί ως το βράδυ κι απ’ το βράδυ ως το πρωί, κατά τη διάρκεια
όλου του εικοσιτετραώρου: «το εργοστάσιο δουλεύει με βάρδιες απ’ το πρωί ως το
βράδυ κι απ’ το βράδυ ως το πρωί»·
-
απ’ το πρωί ως το πρωί, όλο το εικοσιτετράωρο: «δε θ’ αντέξει άλλο αυτός
ο άνθρωπος, γιατί απ’ το πρωί ως το πρωί δουλεύει συνεχώς»·
-
αυτά που σου λέω εγώ το πρωί, μας (μου) τα λες εσύ το βράδυ, βλ. λ. βράδυ·
-
βράδυ πρωί, ασταμάτητα, συνέχεια, όλο το εικοσιτετράωρο: «βράδυ πρωί
τρέχει να βρει δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: στην ξενιτιά, στην ξενιτιά με
σπαραγμό σε νοσταλγώ κάθε βραδιά. Βράδυ πρωί μαύρη ζωή μακριά σου ζω,
Μανταλένα, Μανταλένα, δε σε ξεχνώ)·
-
γλυκός ο ύπνος το πρωί, παλιά τα ρούχα τη Λαμπρή ή γλυκός ο ύπνος το
πρωί, γυμνός ο κώλος τη Λαμπρή, βλ. λ. ύπνος·
-
είναι γλυκός ο ύπνος το πρωί, βλ. λ. πρωί·
-
η καλή μέρα απ’ το πρωί φαίνεται, βλ. λ. μέρα·
-
με (το) στραβό αν (σαν) κοιμηθείς, το πρωί θα αλληθωρίζεις, βλ. λ. στραβός·
-
όποιος ξυπνάει πρωί, βρίσκει το φλουρί, βλ. λ. φλουρί·
-
πιάνω το πρωί, α. ξημερώνομαι αρχίζοντας να δουλεύω ή να
διασκεδάζω από το βράδυ: «επειδή έπρεπε να τελειώσω τη δουλειά, δούλεψα όλο το
βράδυ κι έπιασα το πρωί || πήγαμε να διασκεδάσουμε στα μπουζούκια και πιάσαμε
το πρωί». β. για κάποιο λόγο δεν κοιμάμαι όλο το βράδυ και ξημερώνομαι:
«όλο το βράδυ σκεφτόμουν πώς θα βρω λεφτά για να πληρώσω την επιταγή, κι έπιασα
το πρωί»·
-
πρωί βράδυ, ασταμάτητα, συνέχεια, όλο το εικοσιτετράωρο: «πρωί βράδυ τριγυρίζει
μεθυσμένος»·
-
πρωί πρωί, πολύ νωρίς το πρωί: «ξεκίνησε πρωί πρωί, πριν ακόμη ο ήλιος
βγει». (Λαϊκό τραγούδι: πρωί πρωί μες στη δροσούλα κι απάνω στη
γλυκιά μαστούρα)·
- το πουλί που ξυπνάει πρωί, τρώει το σκουλήκι, βλ. λ. σκουλήκι.