απομένω, ρ. [<μτγν. ἀπομένω], απομένω·
μένω τελευταίος από ένα σύνολο: «απ’ όλους τους νέους, ο μόνος που απόμεινε στο
χωριό είναι ο γιος του τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: κι όμως εσύ μ’ απόμεινες το
μόνο στήριγμά μου· τώρα που φεύγεις πού αλλού θα βρω παρηγοριά μου;)·
- απόμειναν
δυο κούκοι, (για ζευγάρια) βλ. λ. κούκος·
- απόμεινε
κούκος, βλ. λ. κούκος·
- απόμεινε
με μισό τσαρούχι, βλ. λ. τσαρούχι·
- απόμεινε
στους πέντε δρόμους, βλ. λ. δρόμος·
- δεν
απομένει παρά να…, έκφραση που δηλώνει πως δεν υπάρχει ευχέρεια επιλογής:
«αφού δεν υπάρχει άλλο, δεν απομένει παρά να τ’ αγοράσουμε»·
- τον
έστειλαν για τη μαμή κι απόμεινε λεχώνα, βλ. λ. μαμή·
- φάγαμε
το βόδι κι απόμεινε η ουρά, βλ. λ. βόδι·
- φάγαμε
το γάιδαρο κι απόμεινε η ουρά, βλ. λ. γάιδαρος.