προφήτης, ο, θηλ. προφήτισσα, η, ουσ. [<αρχ. προφήτης],
ο προφήτης. 1. αυτός που μπορεί να προφητεύει, που έχει τη δυνατότητα να
προλέγει (να προβλέπει) τα μέλλοντα: «δεν έχω ξανασυναντήσει τέτοιο προφήτη,
γιατί, κάθε φορά που λέει κάτι, μέσα σε λίγο καιρό επαληθεύεται». (Λαϊκό
τραγούδι: ενόμισα πως θα ’μουνα παντοτινά πολίτης, μα πήρα τον ασύρματο και
έγινα προφήτης). 2. λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «σιγά,
ρε προφήτη, που θα γίνουν έτσι τα πράγματα!»·
- απ’ αυτόν οι νόμοι κι οι προφήτες κρέμονται, βλ. λ. νόμος·
-
γίνε προφήτης και κράτα τα μισά ή γίνε προφήτης και πάρε τα μισά, βλ.
φρ. κάνε με προφήτη να σε κάνω πλούσιο·
-
κάνε με προφήτη να σε κάνω πλούσιο, αναφέρεται στην ανεκτίμητη ικανότητα
του ανθρώπου να τοποθετεί τις καταστάσεις στις πραγματικές τους διαστάσεις και
με τους σωστούς συνδυασμούς να αποφεύγει τις κακοτοπιές, ή να προαισθάνεται τις
επικερδείς πτυχές ενός γεγονότος, να καταλήγει στους σωστούς χειρισμούς και να
αποκομίζει υλικά οφέλη: «καλά, ρε παιδάκι μου, δεν κατάλαβες πως ο τύπος ήταν
απατεώνας κι είχε βάλει στο μάτι τα λεφτά σου; -Κάνε με προφήτη να σε κάνω
πλούσιο»·
-
οι μετά Χριστόν προφήτες, βλ. φρ. όλοι οι μετά Χριστόν προφήτες
γάιδαροι·
- όλοι οι μετά Χριστόν προφήτες γάιδαροι, έκφραση με την οποία δεν
παραδεχόμαστε, αμφισβητούμε τη σοβαρότητα των προβλέψεων κάποιου: «εγώ δε θα
διακινδυνέψω καμιά πρόβλεψη, γιατί όλοι οι μετά Χριστόν προφήτες γάιδαροι κι εγώ
δε θέλω να γίνω γάιδαρος». Πρβλ.: το τσιφτετέλι χόρευε δεν ήταν και προφήτης
μετά Χριστόν εξέλιπεν των προφητών το είδος (Τραγούδι)·
-
ουδείς προφήτης στον τόπο του, λέγεται για τους ικανούς, τους αξιόλογους
ανθρώπους που η αξία τους αναγνωρίζεται από τους ξένους και όχι από τους
συμπατριώτες τους ή από τον κύκλο τους. Η έκφραση κρύβει και μια δόση πικρίας·
βλ. και φρ. του φτωχού ο άγιος δόξα δεν έχει, λ. άγιος·
-
προφήτης είσαι! βλ. συνηθέστ. φρ. μάγος είσαι! λ. μάγος.