προφέσορας κ.
προφεσόρος, ο, ουσ. [<λατιν. professor]. 1. (παλιότερα) ο
δάσκαλος, ο καθηγητής, ιδίως ο καθηγητής πανεπιστημίου: «ποιον είχατε προφέσορα
στο μάθημα των αρχαίων; || ποιον είχατε προφέσορα στο μάθημα της ανατομίας;». 2.
κατ’ επέκταση, άνθρωπος σοφός, παντογνώστης: «ό,τι και να τον ρωτήσεις, θα στο
πει αμέσως, γιατί είναι προφέσορας». 3. (στη γλώσσα της αργκό) άτομο που
είναι άριστο, ικανότατο σε κάποια τέχνη, που είναι άριστο, ικανότατο σε κάποια
επάγγελμα: «κάθε φορά που έχω πρόβλημα με τα υδραυλικά του σπιτιού μου, φωνάζω
τον τάδε που είναι προφέσορας || ο τάδε είναι προφέσορας στη δουλειά του». 4.
άτομο που είναι ικανότατο, ιδίως σε κάποια κακή ιδιότητα: «είναι προφέσορας στο
ψέμα || είναι προφέσορας στο κλέψιμο»·
-
κάνει τον προφέσορα ή μας κάνει τον προφέσορα ή μου κάνει τον
προφέσορα, συμπεριφέρεται δείχνοντας πως τα ξέρει όλα, ενώ στην
πραγματικότητα δεν τα ξέρει: «κάθε φορά που έρχεται στην παρέα μας, θέλει να
μας κάνει τον προφέσορα για διάφορα ζητήματα κι εμείς κάνουμε πως τον
πιστεύουμε για να χαίρεται». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό
του.