πρόφαση, η, ουσ. [<αρχ. πρόφασις], η πρόφαση·
- προφάσεις εν αμαρτίαις, οι προσπάθειες που κάνει κανείς
για να δικαιολογήσει κάποιο ατόπημα, κάποιο ολοφάνερο παράπτωμά του: «εγώ ξέρω
πως εσύ ήσουν η αιτία που δεν πήραμε τη δουλειά κι όσα μου λες τώρα είναι
προφάσεις εν αμαρτίαις».