προσωπικότητα, η, ουσ. [νεότ. προσωπικότης], η προσωπικότητα. 1.
άνθρωπος με υψηλή κοινωνική θέση, που ασκεί επιρροή: «ο πρωθυπουργός κάλεσε την
τάδε προσωπικότητα για να συζητήσουν την αναταραχή στα Βαλκάνια». 2.
άνθρωπος πολύ αξιόλογος σε ένα χώρο: «ο τάδε είναι μεγάλη προσωπικότητα στο
χώρο της ιατρικής || είναι προσωπικότητα στο χώρο των γραμμάτων»·
-
άνθρωπος χωρίς προσωπικότητα, βλ. λ. άνθρωπος·
-
είναι διπλή προσωπικότητα, βλ. φρ. έχει διχασμένη προσωπικότητα·
-
είναι διχασμένη προσωπικότητα, βλ. φρ. έχει διχασμένη προσωπικότητα·
- έχει διπλή προσωπικότητα, βλ. φρ. έχει διχασμένη
προσωπικότητα·
- έχει διχασμένη προσωπικότητα, έχει αντιφατική συμπεριφορά,
γιατί βρίσκεται στην παθολογική κατάσταση να νομίζει πως είναι δυο διαφορετικά
πρόσωπα: «έχει διχασμένη προσωπικότητα αυτός ο άνθρωπος, γιατί, ενώ από τη μια
ενεργεί με τη μεγαλύτερη τιμιότητα, απ’ την άλλη κάνει τα πάντα για να σε βάλει
στο χέρι».