προσωπείο, το, ουσ. [<μτγν. προσωπεῖον], το προσωπείο. 1.
η μάσκα: «με το προσωπείο που φορούσε, δεν μπορούσε κανένας μας να τον
αναγνωρίσει». 2. υποκριτική συμπεριφορά ή στάση που προβάλλουμε για να
καλύψουμε τις πραγματικές μας προθέσεις, ιδίως για να εξαπατήσουμε κάποιον ή
κάποιους: «με το προσωπείο της γοητείας που διαθέτει, ξεγέλασε πολλές γυναίκες».
(Λαϊκό τραγούδι: κατηγορώ την προστυχιά και την πλεονεξία, το προσωπείο της
ψευτιάς τη μαύρη δυστυχία)·
-
αφαιρώ το προσωπείο, βλ. φρ. πετώ το προσωπείο·
- βγάζω το προσωπείο, βλ. φρ. πετώ το προσωπείο·
-
έπεσε το προσωπείο του, αποκαλύφθηκε ποιος πραγματικά ήταν,
ξεμπροστιάστηκε: «μας έκανε τον καλό και τον τίμιο, αλλά, μόλις έπεσε το
προσωπείο του, τότε καταλάβαμε τι κουμάσι ήταν!»·
-
πετώ το προσωπείο, αφήνω την υποκριτική στάση που κρατούσα και
παρουσιάζω τον πραγματικό μου εαυτό, αποκαλύπτω τις πραγματικές μου προθέσεις:
«στην αρχή καθόμουν σαν άκακο αρνάκι και τους άκουγα χωρίς ν’ αντιδρώ, αλλά
μόλις πέταξα το προσωπείο κι απαίτησα δυναμικά το δίκιο μου, έκατσαν όλοι στ’
αβγά τους»·
-
ρίχνω το προσωπείο, βλ. φρ. πετώ το προσωπείο·
- του αφαιρώ το προσωπείο, αποκαλύπτω την υποκριτική του
στάση, αποκαλύπτω ποιος πραγματικά είναι, τον ξεμπροστιάζω: «μας παρουσιαζόταν
συνέχεια για καλός και τίμιος και μόνο όταν του αφαίρεσα το προσωπείο,
κατάλαβαν όλοι τι παλιάνθρωπος ήταν!»·
-
του βγάζω το προσωπείο, βλ. φρ. του αφαιρώ το προσωπείο.