προστασία, η, ουσ. [<αρχ. προστασία <προστάτης <προΐσταμαι],
η προστασία· η εκβιαστική προστασία που παρέχει ο προστάτης (βλ. λ.) σε
διάφορους επιχειρηματίες, ιδίως νυχτερινών κέντρων: «απ’ την προστασία κονομάει
ένα σωρό φράγκα»·
-
έχω υπό την προστασία μου (κάποιον ή κάτι), υποστηρίζω, βοηθώ κάποιον ή
κάτι: «θέλω να προσέχεις αυτόν το νεαρό, γιατί τον έχω υπό την προστασία μου ||
θέλω να φέρνεις τους φίλους σου σ’ αυτό το μπαράκι, γιατί το ’χω υπό την
προστασία μου»·
-
παίρνω υπό την προστασία μου (κάποιον ή κάτι), βλ. φρ. έχω υπό την
προστασία μου (κάποιον ή κάτι)·
-
πουλάει προστασία, εισπράττει μηνιαίως εκβιαστικά χρήματα από διάφορους
επιχειρηματίες, ιδίως νυχτερινών κέντρων, για να προστατεύει δήθεν τις
επιχειρήσεις τους από επιθέσεις συμμοριών ή από άλλους ταραξίες: «πουλάει
προστασία σ’ όλα τα παραλιακά κέντρα»·
-
υπό την υψηλή προστασία του…, με την επίσημη ηθική ή υλική υποστήριξη
κάποιου υψηλού προσώπου: «η έκθεση βιβλίου είναι υπό την υψηλή προστασία του
υπουργού Πολιτισμού».