προσταγή, η, ουσ. [<μτγν. προσταγή], η προσταγή· η διαταγή:
«εκτελούσαν τις προσταγές του διευθυντή τους χωρίς κουβέντα»·
- η προσταγή σου λάχανα κι ο ορισμός σου αγγούρια, λέγεται στην περίπτωση που δεν
υπολογίζουμε, δε λογαριάζουμε καθόλου κάποιο άτομο: «εμένα μη μου κάνεις τον
σπουδαίο, γιατί η προσταγή σου λάχανα κι ο ορισμός σου αγγούρια, αν θες να
μάθεις»·
- στις προσταγές σου! ή στις προσταγές σας! λέγεται
στην περίπτωση που περιμένουμε από κάποιον που είναι ή που θεωρούμε ανώτερό μας
να μας δηλώσει την επιθυμία του ή την προσταγή του, ή, αν αυτή έχει γίνει
φανερή, δηλώνουμε πως θα πραγματοποιηθεί. Από τη στρατιωτική γλώσσα. Συνών. δούλος
σου! ή δούλος σας! ή δούλος σου ταπεινός! ή δούλος σας
ταπεινός! / στις διαταγές σου! ή στις διαταγές σας! / στους ορισμούς
σου! ή στους ορισμούς σας!