προσοχή, η, ουσ. [<αρχ. προσοχή], η προσοχή. 1. το
ενδιαφέρον: «τον τελευταίο καιρό όλοι έχουν στρέψει την προσοχή τους στο
χρηματιστήριο». 2α. προσοχή! προειδοποιητικό επιφώνημα για
διαφαινόμενο κίνδυνο: «προσοχή τ’ αυτοκίνητο που έρχεται! || προσοχή! Ρεύμα
υψηλής τάσεως». β. (στρατιωτ. ή γυμναστ. παράγγελμα) να σταθεί κάποιος ή
κάποιοι σε στάση προσοχής·
-
βαράω προσοχή, (στη γλώσσα του στρατού) α. (για αξιωματικούς)
διατάζω προσοχή: «είναι πολύ αυστηρός και κάθε φορά που μας βλέπει, βαράει
προσοχή για να μας τη σπάσει». β. (για στρατιώτες) στέκομαι προσοχή:
«κάθε φορά που βλέπουμε να περνάει ο διοικητής μας, βαράμε προσοχή»·
-
δίνω προσοχή (σε κάποιον ή κάτι), προσέχω: «δίνω μεγάλη προσοχή, όταν
μου μιλάει κάποιος μεγαλύτερός μου || δίνω προσοχή στις παρέες μου || δίνω
προσοχή, κάθε φορά που πρόκειται να κάνω μια καινούρια δουλειά»·
-
με τη δέουσα προσοχή, με την απαραίτητη προσοχή: «όσο διάστημα μιλούσε ο
πατέρας του, αυτός τον άκουγε με τη δέουσα προσοχή»·
-
μετά προσοχής, προσεκτικά: «άκουγε μετά προσοχής τις εξηγήσεις που του
έδινε ο άλλος»·
-
μη δίνεις (καμιά, καθόλου) προσοχή, μη δίνεις (καμιά, καθόλου) σημασία,
αγνόησέ το: «μη δίνεις καθόλου προσοχή σ’ αυτά που λέει, γιατί σε ζηλεύει»·
-
μην του δίνεις (καμιά, καθόλου) προσοχή, μην του δίνεις (καμιά, καθόλου)
σημασία, αγνόησέ τον: «μην του δίνεις καμιά προσοχή, γιατί είναι κομμάτι λειψός
ο φουκαράς»·
-
σε στάση προσοχής, με το σώμα τεντωμένο σε όρθια θέση και ακίνητο, τα
πόδια ενωμένα και τα χέρια τεντωμένα προς τα κάτω να εφάπτονται στα πλευρά και
τους μηρούς: «στην επιθεώρηση του λόχου ήμασταν όλοι σε στάση προσοχής»·
-
στέκομαι προσοχή, α. στέκομαι σε στάση προσοχής μπροστά σε
κάποιον ως ένδειξη σεβασμού, υπακοής ή θαυμασμού: «μπροστά στους γονείς του
στέκεται προσοχή || όταν περνάει αυτή η γυναίκα έξω απ’ το μπαράκι, βγαίνουμε
όλοι και στεκόμαστε προσοχή». (Λαϊκό τραγούδι: αμάν και τι είσ’ εσύ, αμάν
και τι είσ’ εσύ, για χάρη σου σταθήκανε οι άντρες προσοχή!). β.
(στη γλώσσα του στρατού) στέκομαι σε στάση προσοχής αποδίδοντας τιμή σε
ανώτερο, στέκομαι κλαρίνο: «την ώρα που περνούσε ο διοικητής, πεταχτήκαμε όλοι
απ’ τις θέσεις μας και σταθήκαμε προσοχή»·
- χτυπάει προσοχή, (στη γλώσσα του στρατού)δίνει
το παράγγελμα της προσοχής: «στην έπαρση της σημαίας ο σαλπιγκτής βαράει
προσοχή»·
-
χτυπώ προσοχή, (στη γλώσσα του στρατού) στέκομαι σε στάση προσοχής
αποδίδοντας τιμή σε ανώτερο, στέκομαι κλαρίνο: «όλοι χτυπάμε προσοχή, μόλις δούμε
να περνάει ο διοικητής μας».