προσευχή, η, ουσ. [<μτγν. προσευχή], η προσευχή. Υποκορ. προσευχούλα,
η·
-
είναι νηστεία και προσευχή, βλ. λ. νηστεία·
-
είπα την προσευχή μου, κινδύνεψα θανάσιμα: «κάναμε τέτοιο τρακάρισμα
καθώς τρέχαμε, που είπα την προσευχή μου»·
-
έκανα την προσευχή μου, βλ. φρ. είπα την προσευχή μου·
-
κάνω προσευχές, εύχομαι, παρακαλώ να συμβεί κάτι όπως το θέλω: «κάνω
προσευχές να κερδίσει η ομάδα μου || κάθε μέρα κάνω προσευχές να περάσει ο γιος
μου στο πανεπιστήμιο»·
-
κάνω προσευχή ή κάνω την προσευχή μου, α. προσεύχομαι στο
Θεό: «δεν κοιμάμαι το βράδυ, αν δεν κάνω προσευχή || κάθε βράδυ πρώτα κάνω την προσευχή
μου κι ύστερα πέφτω στο κρεβάτι για ύπνο». β. παρακαλώ, ικετεύω το Θεό:
«είναι καιρός τώρα που κάνω την προσευχή μου να μου πέσει το λαχείο»· βλ. και
φρ. λέω προσευχή·
-
λέω προσευχές, βλ. φρ. κάνω προσευχές·
-
λέω προσευχή ή λέω την προσευχή μου, δέομαι, προσεύχομαι, ικετεύω
το Θεό για να πραγματοποιήσει κάποια επιθυμία μου: «κάθε μέρα λέω προσευχές για
να προκόψεις στη ζωή σου». (Λαϊκό τραγούδι: προσευχή τα χείλη μου για
σένα νε λένε και τα μάτια μου μερόνυχτα κλαίνε).