προπέτασμα, το, ουσ. [<μτγν. προπέτασμα], το προπέτασμα·
- προπέτασμα καπνού, κάθε ενέργεια που αποσκοπεί στην
απόκρυψη, στη συγκάλυψη της πραγματικότητας ή στην παραπλάνηση κάποιου ή
κάποιων, σχετικά με μια υπόθεση, με ένα ζήτημα: «το κοινό ανακοινωθέν των
πρωθυπουργών των δεκαπέντε χωρών της Ένωσης, ήταν ένα προπέτασμα καπνού, για να
διασκεδάσουν τις ανησυχίες των πολιτών, σχετικά με τη διαφωνία τους». Αναφορά
στη στρατιωτική τακτική, που δημιουργεί νέφος από καπνογόνα, για να μην είναι
φανερές στον εχθρό οι κινήσεις κάποιου στρατιωτικού τμήματος.