πρόλογος, ο, ουσ. [<αρχ. πρόλογος], ο πρόλογος· προκαταρκτική
κουβέντα για το κλείσιμο μιας συμφωνίας: «δεν καταλήξαμε πουθενά, γιατί είμαστε
ακόμα στον πρόλογο»·
-
άσ’ τον πρόλογο, α. άσε τις πολλές κουβέντες και μπες κατευθείαν
στο κυρίως θέμα: «άσ’ τον πρόλογο και πες μου καθαρά τι θέλεις από μένα». β.
μη δικαιολογείσαι, άσε τις δικαιολογίες: «άσ’ τον πρόλογο, γιατί όλοι ξέρουμε
πως εσύ έβαλες χέρι στο ταμείο»·
-
βρίσκομαι ακόμη στον πρόλογο, βλ. φρ. είμαι ακόμη στον πρόλογο·
- δεν αφήνεις τον πρόλογο! α. ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον
που, επειδή δεν τολμάει να μας ζητήσει κάτι άμεσα, μας το ζητάει με πλάγιο
τρόπο: «δεν αφήνεις τον πρόλογο, ρε φιλαράκι, να μου πεις καθαρά τι θέλεις!». β.
αυστηρή παρατήρηση σε κάποιον που με διάφορες υπεκφυγές προσπαθεί να
δικαιολογήσει μια πράξη του: «δεν αφήνεις τον πρόλογο, ρε παιδάκι μου, να μου
πεις γιατί δεν ήρθες χτες στη δουλειά!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το βρε ή
το ρε·
- είμαι ακόμη στον πρόλογο, είμαι ακόμη στο στάδιο που
προσπαθώ με λόγια ή με άλλες ενέργειες να πείσω μια γυναίκα να συνάψει ερωτικό
δεσμό μαζί μου: «το που μας είδες μαζί δε λέει τίποτα, γιατί είμαι ακόμη στον
πρόλογο».