πρόθεση, η, ουσ. [<αρχ. πρόθεσις], η πρόθεση. (Ακολουθούν 20
φρ.)·
-
από πρόθεση, βλ. φρ. με πρόθεση·
- (δε) γνωρίζω τις προθέσεις του, (δε) γνωρίζω τις διαθέσεις του,
τους σκοπούς του, τους στόχους του: «ήρθε απρόσκλητος στο πάρτι και δε γνωρίζω
τις προθέσεις του || αφήστε να του μιλήσω εγώ, που γνωρίζω τις προθέσεις του»·
-
(δεν) είναι πρόθεσή μου να… ή (δεν) είναι στην πρόθεσή μου να…, βλ.
φρ. (δεν) έχω πρόθεση να(…)·
- (δεν) έχω πρόθεση να… ή (δεν) έχω την πρόθεση να…, (δεν)
προτίθεμαι, (δε) σκοπεύω: «δεν έχω πρόθεση να σ’ ενοχλήσω || έχω την πρόθεση να
συμβιβαστούμε». Στη θετική εκφορά της φρ. μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί πολλές φορές
το την καλή ή το όλη την καλή: «έχω όλη την καλή πρόθεση να
συμβιβαστούμε»·
- (δεν) ξέρω τις προθέσεις του, βλ. φρ. (δε) γνωρίζω τις
προθέσεις του·
- εκ προθέσεως, βλ. φρ. με πρόθεση·
- έχει άγρια πρόθεση ή έχει άγριες προθέσεις, έχει μεγάλη διάθεση, μεγάλη όρεξη
να ξεφαντώσει στα νυχτερινά κέντρα διασκεδάσεως: «κάθε φορά που έχει άγριες
προθέσεις, στη νυχτερινή του διασκέδαση πληρώνει τα μαλλιοκέφαλά του»· βλ. και
φρ. έχει κακή πρόθεση·
- έχει άσχημη πρόθεση ή έχει άσχημες προθέσεις, βλ. φρ. έχει κακή πρόθεση·
- έχει κακή πρόθεση ή έχει κακές προθέσεις, έχει την πρόθεση να κάνει φασαρία
ή να ξεκαθαρίσει δυναμικά κάποια υπόθεση που εκκρεμεί: «ξαναθυμήθηκε εκείνες
τις διαφορές που είχατε παλιά, γι’ αυτό εξαφανίσου για λίγο καιρό να μη σε
συναντήσει, γιατί έχει κακές προθέσεις»· βλ. και φρ. έχει άγρια πρόθεση·
-
έχω αγαθή πρόθεση ή έχω αγαθές προθέσεις, βλ. φρ. έχω σοβαρή
πρόθεση·
-
έχω καλή πρόθεση ή έχω καλές προθέσεις, βλ. φρ. έχω σοβαρή
πρόθεση·
- έχω όλη την καλή πρόθεση να…, διάκειμαι πολύ ευνοϊκά προς
κάποιον ή για κάποια υπόθεση και είμαι έτοιμος να κουβεντιάσω για να βρεθεί
κάποια λύση: «αν θα είσαι εντάξει στις υποχρεώσεις σου, έχω όλη την καλή
πρόθεση να σε βοηθήσω || έχω όλη την καλή πρόθεση να κουβεντιάσουμε το πρόβλημά
σου, για να βρούμε μια ικανοποιητική λύση»·
- έχω σοβαρή πρόθεση ή έχω σοβαρές προθέσεις, προτίθεμαι
να δώσω αίσιο τέλος σε ένα ερωτικό μου δεσμό, προτίθεμαι να παντρευτώ τη
γυναίκα με την οποία έχω ερωτικό δεσμό: «κύριε τάδε, θέλω να κουβεντιάσουμε για
την κόρη σας, γιατί έχω σοβαρές προθέσεις»·
-
ήρθα μ’ αγαθή πρόθεση ή ήρθα μ’ αγαθές προθέσεις, βλ. φρ. ήρθα
με καλή πρόθεση·
-
ήρθα με καλή πρόθεση ή ήρθα με καλές προθέσεις, ήρθα με σκοπό να
ξεκαθαρίσω με πολιτισμένο, με συμβιβαστικό τρόπο κάποια υπόθεση που εκκρεμεί:
«επειδή δεν υπάρχει λόγος να φιλονικούμε, ήρθα με καλές προθέσεις για να
λύσουμε κάθε διαφορά μας»·
-
ήρθε μ’ άγρια πρόθεση ή ήρθε μ’ άγριες προθέσεις, βλ. φρ. ήρθε
με κακή πρόθεση·
- ήρθε μ’ άσχημη πρόθεση ή ήρθε μ’ άσχημες προθέσεις, βλ. φρ. ήρθε με κακή πρόθεση·
- ήρθε με κακή πρόθεση ή ήρθε με κακές προθέσεις, ήρθε με την πρόθεση να κάνει
φασαρία ή να ξεκαθαρίσει δυναμικά κάποια υπόθεση που εκκρεμεί: «αν δεις τον
τάδε, πες του να μην πάει στο μπαράκι, γιατί ήρθε με κακές προθέσεις ο αδερφός
της γκόμενάς του»·
-
ήρθε με καλή πρόθεση ή ήρθε με καλές προθέσεις, ήρθα
καλοπροαίρετα: «τον δεχτήκαμε με χαρά, γιατί ήρθε με καλές προθέσεις για να τα
βρούμε»·
-
με πρόθεση να… ή με την πρόθεση να…, επίτηδες, σκόπιμα: «όλα όσα
είπε, τα είπε με πρόθεση να σε στενοχωρήσει || έφυγε με την πρόθεση να σε
προσβάλει».