πρόγραμμα, το, ουσ. [<μτγν. πρόγραμμα], το πρόγραμμα. 1.
το σύνολο των εκδηλώσεων που συγκροτούν μια καλλιτεχνική παράσταση, που
παρουσιάζεται σε νυχτερινό κέντρο: «το τάδε μαγαζί έχει πάρα πολύ καλό
πρόγραμμα και σου συνιστώ να πας να το δεις». 2. έντυπο στο οποίο
δίνονται διάφορες πληροφορίες για κάποια θεατρική παράσταση ή άλλη
καλλιτεχνική εκδήλωση ή ημερίδα: «απ’ το καλαίσθητο πρόγραμμα που διανεμόταν
δωρεάν, μπορούσε να πληροφορηθεί κανείς την υπόθεση του θεατρικού έργου, καθώς
και τους συντελεστές της παράστασης». (Ακολουθούν 14 φρ.)·
-
βάζω πρόγραμμα ή βάζω σε πρόγραμμα, καταστρώνω, σχεδιάζω εκ των
προτέρων τις ενέργειές μου για την επίτευξη ενός σκοπού: «μόλις αναλάβω μια
δουλειά, βάζω πρόγραμμα πώς να την τελειώσω καλύτερα και γρηγορότερα»·
-
βάζω σ’ ένα πρόγραμμα ή βάζω σε κάποιο πρόγραμμα, βλ. φρ. βάζω
πρόγραμμα·
-
βάζω το πρόγραμμα, (για μηχανήματα παραγωγής) το ρυθμίζω έτσι, ώστε να
εκτελεί μια σειρά εργασιών με αυτόματο τρόπο και χωρίς ουσιαστική μεσολάβηση
του χειριστή: «έβαλε το πρόγραμμα στο ηλεκτρονικό μαχαίρι κι έκοβε συνέχεια το
χαρτί στις διαστάσεις που είχε ορίσει»·
-
βγάζω πρόγραμμα, δημιουργώ διάφορες ευχάριστες καταστάσεις προς τέρψιν
της ομήγυρης: «ευτυχώς έχουμε τον τάδε, που βγάζει πρόγραμμα κάθε φορά που
είναι πεσμένη η παρέα»· βλ. και φρ. κάνω πρόγραμμα·
-
είναι κι αυτό μέσ’ στο πρόγραμμα, λέγεται για ανεπιθύμητη συνήθως
κατάσταση, που, όταν προκύπτει, τη δεχόμαστε αγόγγυστα και κοιτάζουμε να την
ξεπεράσουμε ήρεμα: «μπορεί να μη βγάλαμε κέρδος αυτόν το μήνα, αλλά είναι κι
αυτό μέσ’ στο πρόγραμμα». (Λαϊκό τραγούδι: άντε, στο καλό κυρά μου, και δε
σε κρατώ, γιατί μες στο πρόγραμμά σου ήτανε κι αυτό)·
-
εκτός προγράμματος, α. λέγεται για κάτι που δεν περιλαμβάνεται
στην αρχική σχεδίαση για την επίτευξη κάποιου σκοπού: «είχαμε συμφωνήσει με τον
τάδε ν’ αναλάβουμε τη δουλειά και την τελευταία στιγμή, εκτός προγράμματος,
θέλησε να συμμετάσχει και ο τάδε». β. έκτακτη συμμετοχή, ιδίως
καλλιτεχνική: «στο τέλος της εκδήλωσης τραγούδησε, εκτός προγράμματος, ο τάδε
τραγουδιστής»·
-
έχω πρόγραμμα ή έχω στο πρόγραμμα, έχω την πρόθεση, σκοπεύω: «το
βράδυ έχω πρόγραμμα να πάω στα μπουζούκια || το καλοκαίρι έχω πρόγραμμα να
περάσω τις διακοπές μου στη Χαλκιδική»·
-
έχω το πρόγραμμά μου, α. έχω από την αρχή σχεδιασμένες μια σειρά
από ενέργειες για να πετύχω κάποιο στόχο: «να μη στενοχωριέσαι καθόλου για την
εξέλιξη της δουλειάς, γιατί έχω το πρόγραμμά μου». β. έχω το σκοπό μου:
«πρέπει να τον δω οπωσδήποτε, γιατί έχω το πρόγραμμά μου που θέλω να τον δω»·
-
κάνω πρόγραμμα, α. προγραμματίζω: «αν δε μου πεις πρώτα όλα τα
δεδομένα της δουλειάς, δεν μπορώ να κάνω πρόγραμμα». β. ρυθμίζω τη
νυχτερινή έξοδο της παρέας για διασκέδαση: «όποτε κάνει πρόγραμμα ο τάδε,
διασκεδάζουμε με την ψυχή μας»· βλ. και φρ. βγάζω πρόγραμμα·
-
με πρόγραμμα, με προγραμματισμό και μέθοδο: «όλα μπορεί να τα πετύχει
κανείς στη ζωή του, όταν βαδίζει με πρόγραμμα || έχει μάθει να δουλεύει με
πρόγραμμα». (Λαϊκό τραγούδι: στην πλάκα στους Αέρηδες δυο
ψευτοντερμπεντέρηδες καρτέρι μ’ έχουν στήσει, με πρόγραμμα και με σκοπό
απ’ τα σένα π’ αγαπώ να κόψω αλισβερίσι)·
-
τι πρόγραμμα έχεις; ποια είναι η πρόθεσή σου; τι σκοπεύεις να κάνεις(;):
«τι πρόγραμμα έχεις για το βράδυ; Θα πάμε ν’ ακούσουμε κανένα μπουζουκάκι; ||
τι πρόγραμμα έχεις για τον τάδε; Θα του κάνεις εντέλει μήνυση;»·
-
το βάζω πρόγραμμα, το θέτω ως κύρια επιδίωξή μου: «φέτος το ’βαλα
πρόγραμμα να πάρω το πτυχίο μου»·
-
τον βγάζω πρόγραμμα, κοινοποιώ δημόσια τις κακές ιδιότητες ή πράξεις του
ή κάποιο μυστικό του, που τον μειώνει και, κατ’ επέκταση, δημιουργώ κατάσταση
σε βάρος του που τον μειώνει ή τον γελοιοποιεί: «μόλις μάθει κάτι κακό για
κάποιον, του τη στήνει στο μπαράκι και, μόλις παρουσιάζεται, τον βγάζει
πρόγραμμα». Από την εικόνα του κονφερασιέ, που παρουσιάζει στο κοινό κάποιο καλλιτεχνικό
πρόγραμμα·
-
τον κάνω πρόγραμμα, βλ. συνηθέστ. τον βγάζω πρόγραμμα.