πρόγκα, η, ουσ.
[<σλαβ. bruca (= προσβλητική αποπομπή για αποδοκιμασία άπρεπης και αισχρής
πράξης)· κατ’ άλλους από το σπάνιο σλαβ. poroga (= κοροϊδία)], έντονη
αποδοκιμασία με φωνές ή χειρονομίες, κατακραυγή, δημόσιος χλευασμός, το
γιουχάισμα: «η πρόγκα είναι μια σωστή αντίδραση του κόσμου, μήπως και συνεφέρει
μερικούς πολιτικούς!»·
-
πατώ πρόγκα ή πατώ μια πρόγκα, αποδοκιμάζω έντονα κάποιον,
χλευάζω ομαδικά κάποιον, τον γιουχαΐζω: «πάτησαν τέτοια πρόγκα στον ομιλητή του
κόμματος την προηγούμενη φορά, που δεν τολμάει να ξαναπεράσει απ’ την πόλη
μας».