πρόβατο, το, θηλ. προβατίνα, η, ουσ. [<αρχ. πρόβατον],
το πρόβατο. 1. άνθρωπος απονήρευτος, αφελής, κουτός, άβουλος, άνθρωπος
άκακος, πράος: «είναι τόσο πρόβατο ο κακομοίρης, που ο καθένας τον κάνει ό,τι θέλει».
2. άνθρωπος ανόητος, βλάκας: «καλά ρε, για πρόβατο με πέρασες και
περιμένεις να πιστέψω τις βλακείες που μου λες;». (Ακολουθούν 17 φρ.)·
-
από ένα πρόβατο δυο δέρματα δε βγαίνουν, δεν μπορεί κανείς να ασχολείται
με επιτυχία με δυο δουλειές ταυτόχρονα: «τέλειωσε πρώτα τη μια δουλειά κι
ύστερα παίρνεις την άλλη, γιατί από ένα πρόβατο δυο δέρματα δε βγαίνουν».
Συνών. δεν μπορείς να πατάς σε δυο βάρκες / δυο καρπούζια σε μια μασχάλη δε
χωράνε·
-
απολωλός πρόβατο, άνθρωπος που ξέφυγε από το δρόμο του Θεού, από τη
χριστιανική πίστη και, κατ’ επέκταση, ο διεφθαρμένος, ο άσωτος: «απ’ τον καιρό
που έμπλεξες μ’ αυτή την παλιοπαρέα, έγινες απολωλός πρόβατο». Πρβλ.: καί ἐλθών
εἰς τόν οἶκον συγκαλεῖ τούς φίλους καί τούς γείτονας λέγων αὐτοῖς· συγχάρητέ
μοι ὅτι εὗρον τό πρόβατόν μου τό ἀπολωλός (Λουκά, ιε΄ 6). Η φρ. όμως είναι
ιδίως γνωστή από τη νεκρώσιμη ακολουθία: τό ἀπολωλός πρόβατον ἐγώ εἰμί, ἀνακάλεσόν
με, Σωτήρ, καί σῶσον με·
-
άφησαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα, βλ. συνηθέστ. έβαλαν το λύκο να
φυλάει τα πρόβατα·
-
έβαλαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα, βλ. λ. λύκος·
-
θέλει και τα πρόβατα σωστά και το λύκο χορτάτο, βλ. συνηθέστ. θέλει
και την πίτα σωστή και το σκύλο χορτάτο, λ. πίτα·
-
και τα πρόβατα σαν ξεπορτίσουν, πάν’ αλλού για να βοσκήσουν, δηλώνει πως
και οι τίμιοι, οι χρηστοί και πιστοί οικογενειάρχες, όταν βρεθούν μακριά από
την οικογένειά τους μπορεί να παραστρατήσουν: «μη μου λες πως έχει μάτια μόνο
για τη γυναίκα του και πως δεν τον ενδιαφέρουν οι άλλες γυναίκες, γιατί, και τα
πρόβατα σαν ξεπορτίσουν, πάν’ αλλού για να βοσκήσουν»·
-
και τα πρόβατα σωστά και ο λύκος χορτάτος, βλ. συνηθέστ. και η πίτα
σωστή και ο σκύλος χορτάτος, λ. πίτα·
-
λύκος με μορφή προβάτου, βλ. λ. λύκος·
-
λύκος μεταμφιεσμένος σε πρόβατο, βλ. λ. λύκος·
-
λύκος στα πρόβατα, βλ. λ. λύκος·
-
μαύρο πρόβατο, λέγεται για άτομο που λόγω κάποιου αρνητικού
χαρακτηριστικού του ή λόγω κάποιας προκλητικής στάσης του, δημιουργεί την
αντίδραση των υπολοίπων, δεν είναι πλήρως αποδεκτός: «από μικρό παιδί ο τάδε
θεωρούνταν το μαύρο πρόβατο της παρέας μας, γιατί μόνιμα ήταν πνεύμα αντιλογίας
|| με τις πρόχειρες κι ατεκμηρίωτες προτάσεις για χρηματοδότηση, που υποβάλλουν
κάθε τόσο οι φωστήρες μας στο αρμόδιο γραφείο της Κομισιόν, κατάντησαν την
πατρίδα μας το μαύρο πρόβατο της Ευρώπης»·
-
οι λύκοι θέλουν πρόβατα, βλ. λ. λύκος·
-
όταν δεις λύκου αχνάρια, έχει το νου σου στα πρόβατα, βλ. λ. λύκος·
-
πηγαίνουν σαν τα πρόβατα, (για ομάδες ανθρώπων) ακολουθούν κάποιον
άβουλα, τυφλά: «οι οπαδοί του τάδε κόμματος, πηγαίνουν σαν τα πρόβατα πίσω απ’
τον αρχηγό τους»·
-
πηγαίνω σαν πρόβατο στη σφαγή, οδηγούμαι σε μια ανεπιθύμητη, σε μια
δυσάρεστη κατάσταση, χωρίς να έχω τη δύναμη ή τη θέληση να αντισταθώ ή χωρίς να
έχω τα μέσα να αντιδράσω: «από δω και μπρος θα πολεμώ με νύχια και με δόντια
όποιον θέλει να μου κάνει κακό, και δε θα πηγαίνω σαν πρόβατο στη σφαγή, όπως
έκανα μέχρι τώρα || οι Εβραίοι κατά την περίοδο της χιτλερικής Γερμανίας
πήγαιναν σαν πρόβατα στη σφαγή». Από το βιβλίο των Προφητών·
-τα
μετρημένα πρόβατα, ο λύκος δεν τα τρώει, βλ. λ. λύκος·
-χωρίζω
τα πρόβατα απ’ τα ερίφια, ξεχωρίζω
τους καλούς ανθρώπους από τους κακούς: «στη Δευτέρα Παρουσία ο Θεός θα χωρίσει
το πρόβατα απ’ τα ερίφια».