προαιρούμαι, ρ. [<αρχ. προαιροῦμαι], ιδίως εύχρ. στη φρ. ό,τι προαιρείσθε, (για εράνους) ό,τι θέλετε, ό,τι έχετε ευχαρίστηση: «κάνουμε έρανο για τα άπορα παιδιά και μπορείτε να δώσετε ό,τι προαιρείσθε».
προαιρούμαι, ρ. [<αρχ. προαιροῦμαι], ιδίως εύχρ. στη φρ. ό,τι προαιρείσθε, (για εράνους) ό,τι θέλετε, ό,τι έχετε ευχαρίστηση: «κάνουμε έρανο για τα άπορα παιδιά και μπορείτε να δώσετε ό,τι προαιρείσθε».