αγαπιέμαι,
ρ. [<αγαπώ]. 1.
εμπνέω αισθήματα αγάπης, είμαι αγαπητός, γίνομαι αγαπητός: «αυτό το παιδί
αγαπιέται με το πρώτο». (Λαϊκό τραγούδι: κουράστηκα μαζί σου πίστεψέ με ν’
αγαπώ και να μην αγαπιέμαι, έλα κοπέλα μου κι ό,τι ζητήσεις μ’ ένα
χαμόγελο θα το ξοφλήσεις). 2. μονοιάζω, συμφιλιώνομαι
με κάποιον, επανασυνδέομαι με κάποιον με φιλικό ή ερωτικό δεσμό: «αφήστε τα
πείσματα και δώσ’ τε πάλι τα χέρια σας ν’ αγαπηθείτε». (Λαϊκό τραγούδι: εμείς
κι αν εμαλώσαμε πάλι θ’ αγαπηθούμε, πάλι θα σμίξουμε τα δυο τον πόνο μας
να πούμε). 3. (και για τα δυο φύλα) έρχομαι σε σεξουαλική επαφή:
«ένα βράδυ, καιρό μετά από τη γνωριμία τους, πήγαν στις ερημιές κι εκεί
αγαπήθηκαν κάτω απ’ το φως το φεγγαριού». (Τραγούδι: χωρίς ταμπού έλα να τη
βρούμε στο ραντεβού ν’ αγαπηθούμε)·
- άλλα
λόγια ν’ αγαπιόμαστε, βλ. λ. λόγος·
- όποιοι
αγαπιόνται, συχνά απαντιόνται, όσους
τους συνδέει μια συμπάθεια, μια αγάπη, είναι φυσικό να συναναστρέφονται πιο
συχνά, πιο τακτικά από ότι με άλλους: «απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν είναι κάθε
τόσο μαζί γιατί, όποιοι αγαπιόνται, συχνά απαντιόνται».