πρίζα, η, ουσ.
[<γαλλ. prise (= λήψη)], η πρίζα·
- είμαι με τα νεύρα στην πρίζα, βλ. λ. νεύρο·
- είμαι στην πρίζα, α. λέγεται στην περίπτωση που είμαι
πολύ πιεσμένος ψυχικά ή οικονομικά, που γενικά βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη
κατάσταση: «τον τελευταίο καιρό με τη λιτότητα που προσπαθεί να επιβάλει η
κυβέρνηση, όλοι είμαστε στην πρίζα». Από την εικόνα του ατόμου που νιώθει
οδυνηρό χτύπημα ηλεκτρικού ρεύματος, όταν βάλει τα δάχτυλά του στην πρίζα. β.
βρίσκομαι σε υπερδιέγερση περιμένοντας κάποια εξέλιξη σε υπόθεση που με
απασχολεί ή που με ενδιαφέρει: «περιμένω τ’ αποτελέσματα των ιατρικών μου
εξετάσεων κι είμαι στην πρίζα»·
είναι σαν να ’βαλε το χέρι του στην πρίζα, έχει σκληρά και όρθια μαλλιά: «θα
καταλάβεις αμέσως για ποιον σου λέω, γιατί είναι σαν να ’βαλε το χέρι του στην
πρίζα». Από την εικόνα του ατόμου που παθαίνει ηλεκτροπληξία·
- κάθομαι στην πρίζα, βλ. συνηθέστ. είμαι στην πρίζα·
- μπαίνω στην πρίζα, α. ενεργοποιούμαι, αναλαμβάνω δραστηριότητα:
«είναι να μην μπω στην πρίζα, γιατί, όταν τ’ αποφασίσω, δε σταματώ με τίποτα».
Από το ότι από την πρίζα διοχετεύεται ηλεκτρικό ρεύμα που ενεργοποιεί τις
διάφορες ηλεκτρικές συσκευές. β. είναι ανήσυχος, νευρικός, δε στέκομαι
ούτε λεπτό στη θέση μου: «απ’ το πρωί που έφυγαν τα παιδιά του εκδρομή μπήκε
στην πρίζα και πάει κι έρχεται διαρκώς». γ. ξεσπώ σε μια κρίση θυμού,
οργίζομαι ξαφνικά και ξεσπώ: «στην πρίζα μπήκες μωρέ και τσιρίζεις σαν
τρελός!». Από την εικόνα του ατόμου που παθαίνει ηλεκτροπληξία·
- τραβώ την πρίζα (από κάποιον), αποπέμπω από ένα σύνολο κάποιον:
«ο πρωθυπουργός τράβηξε την πρίζα απ’ το διευθυντή της ΔΕΚΟ και τον έστειλε
σπίτι του».