πρίγκιπας, ο, θηλ. πριγκίπισσα κ. πριγκιπέσα, η,
ουσ. [<μσν. πρίγκιπας <μτγν. πρίγκηψ <ιταλ. principe], ο πρίγκιπας· άνθρωπος ανοιχτόκαρδος,
μεγαλόκαρδος, μεγαλόψυχος, γαλαντόμος, άνθρωπος πολύ καθώς πρέπει: «είναι πολύ
αγαπητός στην παρέα μας, γιατί είναι σωστός πρίγκιπας». Υποκορ. πριγκιπόπουλο,
το και πριγκιποπούλα, η·
-
ζει σαν πρίγκιπας, ζει πλούσια, άνετα. (Λαϊκό τραγούδι: μη σε
θαμπώνουν τα λεφτά, έχω καρδιά με μπέσα, μες στο τσαρδί μου σαν θα μπεις, θα ζεις
σαν πριγκιπέσα)·
-
περιμένει την πριγκίπισσα του παραμυθιού, βλ. λ. παραμύθι·
-
περιμένει την πριγκιποπούλα του παραμυθιού, βλ. λ. παραμύθι·
-
περιμένει το πριγκιπόπουλο του παραμυθιού, βλ. λ. παραμύθι·
-
περιμένει τον πρίγκιπα του παραμυθιού, βλ. λ. παραμύθι.