απόλαυση,
η, ουσ.
[<αρχ. ἀπόλαυσις], η απόλαυση·
- είναι
απόλαυση, α. (για πρόσωπα) λέγεται για άτομο που με τις ενέργειες ή
τα λόγια του μας προκαλεί μεγάλη χαρά, μεγάλη ευχαρίστηση: «είναι απόλαυση
αυτός ο άνθρωπος, όταν αρχίζει να λέει ανέκδοτα». β. (για πράγματα)
οτιδήποτε μας προκαλεί μεγάλη χαρά, μεγάλη ευχαρίστηση: «αυτό το φαγητό είναι
απόλαυση || μια παγωμένη μπίρα το καλοκαίρι είναι απόλαυση || απ’ αυτό το
σημείο η θέα είναι απόλαυση»·
- είναι
απόλαυση να…, προκαλεί μεγάλη χαρά, μεγάλη ευχαρίστηση να…: «είναι απόλαυση
ν’ ακούς αυτόν τον άνθρωπο να μιλάει || είναι απόλαυση να βλέπεις τη
Θεσσαλονίκη ψηλά απ’ τα κάστρα».