πρέζα, η, ουσ.
[<ιταλ. presa]. 1. ποσότητα υλικού σε σκόνη, όσο μπορεί να χωρέσει
στην άκρη του δείκτη ενωμένου με τον αντίχειρα και, κατ’ επέκταση, ελάχιστη
ποσότητα: «το φαγητό θέλει μια πρέζα αλάτι || το κράτησε όλο για τον εαυτό του
και μένα δε μου ’δωσε ούτε πρέζα». 2. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) δόση
ηρωίνης ή κοκαΐνης, που παίρνεται είτε με εισπνοή από τη μύτη είτε με
ενδοφλέβια ένεση. (Λαϊκό τραγούδι: θα κάνω γιουφ από λαγού ποδάρι κι όλη την
πρέζα με τη μύτη μου θα πιω). 3. μικρή ρουφηξιά από τσιγάρο,
ιδίως από τσιγάρο που περιέχει χασίσι: «δώσε να ρουφήξω κι εγώ μια πρέζα».
Υποκορ. πρεζίτσα και πρεζούλα, η·
-
είμαι στην πρέζα, είμαι ναρκομανής: «πέρασαν δυο χρόνια που είμαι στην
πρέζα»·
-
έπεσε στην πρέζα, κάνει χρήση ηρωίνης ή κοκαΐνης, πρεζάρει: «απ’ τη μέρα
που έπεσε στην πρέζα, κατέστρεψε τη ζωή του»·
-
μια πρέζα, ελάχιστη ποσότητα καπνού από τσιγάρο ή ναρκωτικού και γενικά
ελάχιστη ποσότητα: «μου ’δωσε μια πρέζα απ’ το τσιγαρλίκι του ||απ’ τη μοιρασιά
που έκαναν, πήρα κι εγώ μια πρέζα»·
-
παίρνω πρέζα, κάνω χρήση ηρωίνης ή κοκαΐνης: «έμπλεξε με κάτι αλήτες κι
άρχισε κι αυτός να παίρνει πρέζα»·
-
τραβώ πρέζα, κάνω χρήση ηρωίνης ή κοκαΐνης: «τραβάει χρόνια πρέζα και
δεν τον βλέπω ν’ αντέχει πολύ ακόμα». (Λαϊκό τραγούδι: με βλέπουν και
σιχαίνονται, μα γω δυάρα δε δίνω· την πρέζα μόνο θα τραβώ κι ό,τι μου
μέλλει ας γίνω).