πράξη, η, ουσ.
[<αρχ. πρᾶξις], η πράξη. 1. η εμπορική συναλλαγή: «σήμερα δεν έγινε
ούτε μια πράξη στο μαγαζί κι όπως πήγα έτσι έφυγα». 2. η συνουσία: «δε
μ’ ενδιαφέρει αν τη φίλησες, μ’ ενδιαφέρει να μου πεις αν έγινε η πράξη». 3.
η δράση, το έργο (σε αντιδιαστολή με τη θεωρία ή τα λόγια): «προεκλογικά όλοι
υπόσχονται χίλια δυο κι όταν τελειώσουν οι εκλογές, πράξη μηδέν απ’ όσα υποσχέθηκαν».
(Ακολουθούν 16 φρ.)·
-
άτιμη πράξη, ενέργεια ανέντιμη, δόλια: «αυτό που του ’κανες του ανθρώπου
ήταν άτιμη πράξη»·
-
έρχομαι στην πράξη, αρχίζω την πρακτική εφαρμογή, την εκτέλεση μιας
δουλειάς ή μιας υπόθεσης: «πρώτα επεξεργάζομαι πολύ προσεκτικά μια δουλειά κι
έπειτα έρχομαι στην πράξη»·
-
θα το δείξει η πράξη, βλ. φρ. θα φανεί στην πράξη·
- θα φανεί στην πράξη (κάτι), θα αποδειχτεί κάτι στην πρακτική
εφαρμογή, κατά την εκτέλεσή του: «λες ότι είναι εύκολη αυτή η δουλειά, αλλά θα
φανεί στην πράξη αν έχεις δίκιο»·
-
κακή πράξη, ενέργεια αντίθετη με τη χριστιανική διδασκαλία: «οι κακές
πράξεις οδηγούν τον άνθρωπο μακριά απ’ το Θεό»·
-
καλή πράξη, ενέργεια σύμφωνη με τη χριστιανική διδασκαλία, η αγαθοεργία:
«απ’ το κατηχητικό μας είπαν να κάνουμε κάθε μέρα μια καλή πράξη»·
-
κάνω πράξη, κάνω εμπορική συναλλαγή, συναλλάσσομαι εμπορικά: «να ’σαι
ευχαριστημένος που έκανες και δυο πράξεις στο μαγαζί σου, γιατί άλλοι δεν
έκαναν καμιά»·
-
κάνω τα λόγια πράξη, βλ. λ. λόγος·
-
μπήκε σε πράξη (κάτι), άρχισε να εφαρμόζεται, εφαρμόστηκε κάτι: «μόνο
όταν μπήκε σε πράξη το έργο, φάνηκαν οι πραγματικές δυσκολίες του»·
-
στην πράξη, σε πρακτική εφαρμογή: «έτσι όπως μου τα λες, είναι όλα
όμορφα κι ωραία, να δούμε όμως τι δυσκολίες θα συναντήσουμε στην πράξη»·
-
της την έκανα την πράξη, της επέβαλα τη σεξουαλική πράξη: «στην αρχή μου
’κανε τη δύσκολη, αλλά, όταν μπήκε στην γκαρσονιέρα μου, της την έκανα την
πράξη και το φχαριστήθηκε»·
-
το βάζω σε πράξη, αρχίζω να το εκτελώ, να το εφαρμόζω: «πρώτα μελετώ
καλά κάτι κι έπειτα το βάζω σε πράξη»·
-
το κάνω πράξη, τηρώ, πραγματοποιώ, εφαρμόζω αυτά που λέω ή υπόσχομαι:
«αυτός ο άνθρωπος δε μένει στα λόγια, γιατί, ό,τι λέει, το κάνει πράξη»·
-
τον έπιασαν πάνω στην πράξη ή πιάστηκε πάνω στην πράξη, τον
συνέλαβαν κατά τη στιγμή της εκτέλεσης του αδικήματος, τον συνέλαβαν επ’
αυτοφώρω: «μπήκε κρυφά στο γραφείο και, τη στιγμή που άνοιγε το ταμείο, τον
έπιασαν πάνω στην πράξη»·
-
τους έπιασαν πάνω στην πράξη ή πιάστηκαν πάνω στην πράξη, (για
ζευγάρια, ιδίως παράνομα) τους συνέλαβαν τη στιγμή που συνουσιάζονταν: «ο
άντρας ήξερε πως η γυναίκα του ήταν στην γκαρσονιέρα του γκόμενου, γι’ αυτό
πήρε δυο φίλους του και πήγαν και τους έπιασαν πάνω στην πράξη»·
-
τους τσάκωσαν πάνω στην πράξη, (για ζευγάρια, ιδίως παράνομα) βλ. φρ. τους
έπιασαν πάνω στην πράξη·
-
φτάνω στην πράξη, βλ. φρ. έρχομαι στην πράξη.