πραγματικότητα, η, ουσ. [<νεότ. πραγματικότης], η
πραγματικότητα·
-
δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα, βλ. λ. επαφή·
-
δεν έχει την αίσθηση της πραγματικότητας, βλ. λ. αίσθηση·
-
έγινε πραγματικότητα (κάτι), πραγματοποιήθηκε κάτι: «τ’ όνειρό του να
δει το γιο του γιατρό έγινε πραγματικότητα»·
-
είναι εκτός πραγματικότητας, το άτομο ή το θέμα για το οποίο γίνεται
λόγος, δεν είναι ρεαλιστικό, είναι εξωπραγματικό: «μη δίνεις βάση σ’ αυτά που
σου λέει, γιατί είναι εκτός πραγματικότητας ο άνθρωπος»·
-
έχασε την επαφή του με την πραγματικότητα, βλ. λ. επαφή·
-
προσγειώνομαι στην πραγματικότητα, επανέρχομαι σε αυτό που πραγματικά
συμβαίνει, υπάρχει, επανέρχομαι στις πραγματικές συνθήκες της ζωής: «νόμιζε πως
η ζωή είναι μόνο χαρά κι ευτυχία, αλλά με το θάνατο του πατέρα του προσγειώθηκε
στην πραγματικότητα». Πολλές φορές, πριν από το πραγματικότητα, προτάσσεται
το σκληρή·
- στην πραγματικότητα, σύμφωνα με αυτό που πραγματικά
συμβαίνει, συνέβη ή που μπορεί να συμβεί (σε αντιδιαστολή με το υποθετικό),
όντως, στ’ αλήθεια: «εκ των υστέρων μπορούμε να κάνουμε χίλιες δυο υποθέσεις,
στην πραγματικότητα όμως ποτέ δε θα μάθουμε πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα»·
- τ’ όνειρό του έγινε πραγματικότητα, εκπληρώθηκε, πραγματοποιήθηκε:
«είχε τρεις κόρες και, μόλις τις καλοπάντρεψε και τις τρεις, τ’ όνειρό του
έγινε πραγματικότητα».