Αποκριά,
η κ. Απόκρια,
η, ουσ. [<μσν. Ἀποκριά], η αποκριά. 1. συνήθως στον πλ. οι
Αποκριές κ. οι Απόκριες, οι τρεις εβδομάδες πριν από τη μεγάλη
Σαρακοστή. 2. το καρναβάλι: «στις αποκριές περάσαμε υπέροχα»·
- κάνω
Αποκριά ήκάνω Αποκριές, γλεντώ, διασκεδάζω,
ξεφαντώνω: «φέτος αποφάσισα να βάλω στη μπάντα τις στενοχώριες μου και να κάνω
Αποκριά κι εγώ, όπως όλος ο κόσμος»·
- τώρα
στις Αποκριές έχουν τα μουνιά χαρές, υπάρχει, επικρατεί μεγάλη διασκέδαση,
μεγάλο ξεφάντωμα, μεγάλη χαρά και σεξουαλική ασυδοσία. Από το ότι, καθώς οι
καρναβαλίστικες μεταμφιέσεις εξασφαλίζουν την ανωνυμία, πολλές γυναίκες
επιδίδονται στις σεξουαλικές απολαύσεις, χωρίς να έχουν το φόβο να
αποκαλυφθούν. Πρβλ. αποκρεύουν και το γάλα και τ’ αρκίδια τα μεγάλα, και την
Καθαρά Δευτέρα παίρνουν τα μουνιά αέρα (Αντρικά μουνάτα).