πουστιά, η, ουσ. [<πούστης + κατάλ. -ιά]. 1. η
ομοφυλοφιλία, ο τρόπος με τον οποίο εκδηλώνεται ή συμπεριφέρεται ο πούστης: «η
πουστιά δεν μπορεί να κρυφτεί, αγόρι μου». Εδώ μπορούμε να παραθέσουμε και τη
φρ. με λίγη πουστιά που λέγεται χάριν αστεϊσμού σε άτομο που μας ρωτάει
πώς θέλουμε τον καφέ που μας ετοιμάζει, και η έννοια είναι πως τον θέλουμε
κάπως γλυκό. 2. η ατιμία, η μπαμπεσιά, η παλιανθρωπιά, ο όχι σωστός, ο
όχι ορθός τρόπος: «με πουστιές δεν μπορεί να προοδεύσει κανείς στη ζωή του».
(Λαϊκό τραγούδι: η πουστιά του χάλι γκάλι μας έφερε σ’ αυτό το χάλι).
3. η παρανομία: «από μικρός είναι στην πουστιά και δεν ξεγελιέται
εύκολα». (Λαϊκό τραγούδι: ο Βλάχος από τη Βλαχιά κι από το Καρπενήσι σαράντα
χρόνια στην πουστιά κι ακόμα να ξυπνήσει). Υποκορ. πουστίτσα, η·
-
δε σηκώνω πουστιές, δε δέχομαι άτιμη, μπαμπέσικη, ύπουλη συμπεριφορά:
«μίλησέ μου ντόμπρα και σταράτα, γιατί δε σηκώνω πουστιές»·
-
έγινε πουστιά, κάποιος ενήργησε παράνομα ή ύπουλα για να χαλάσει κάποια
δουλειά ή υπόθεσή μου: «για ν’ απορρίψουν την αίτησή μου, ενώ ήταν σίγουρο πως
θα προσληφθώ στη δουλειά, σίγουρα έγινε πουστιά»·
-
έχει μια δόση πουστιάς, βλ. λ. δόση·
-
κάνω πουστιά ή κάνω πουστιές, συμπεριφέρομαι άτιμα, μπαμπέσικα,
ύπουλα: «μην συνεταιριστείς μαζί του, γιατί ο τύπος κάνει συνέχεια πουστιές»·
-
στον πούστη πουστιές δεν περνάνε ή στον πούστη πουστιές δε χωράνε, βλ. λ. πούστης·
-
υπάρχει πουστιά στη μέση, βλ. φρ. έγινε πουστιά.