πούστης, ο, ουσ. [<τουρκ. pust + κατάλ. -ης]. 1. ο
παθητικός ομοφυλόφιλος, ο κίναιδος, η αδερφή: «είναι απαράδεκτο ένας τόσο
όμορφος άντρας να είναι πούστης». (Λαϊκό τραγούδι: πούστης τον
πούστη αγαπά, πουτάνα την πουτάνα, κι ο Γιώργος ο κολομπαράς τους παίρνει όλους
σβάρνα). 2. άνθρωπος έξυπνος, πονηρός, καπάτσος: «είναι τόσο
πούστης, που δεν ξεγελιέται με τίποτα». 3. άνθρωπος άτιμος, μπαμπέσης,
ύπουλος: «πρόσεχε μ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι μεγάλος πούστης». 4.
(σπάνια για γυναίκα) πολύ όμορφη, πολύ εντυπωσιακή: «κάθε φορά που βλέπω αυτόν
τον πούστη να στέκεται και να χαζεύει τη βιτρίνα του μαγαζιού μου, με πιάνει
ταχυπαλμία». 5. εκστομίζεται και ως βρισιά σε άντρα: «αν ξαναπεράσεις,
ρε πούστη από δω, θα σε μαυρίσω στο ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: άιντα, δε σε
θέλω πια, στο διάολο να πας, κι εσύ και η μαμάκα σου κι ο πούστης π’
αγαπάς). 6. φιλική ή απειλητική προσφώνηση σε άντρα: «έλα, ρε
πούστη, πού χάθηκες τόσον καιρό!». (Λαϊκό τραγούδι: όποιος πούστης μπιστευτεί
και σε μπουζουξή δώσει βάση αν έχει και φιλότιμο και κείνο θα το χάσει). 7.
(στη γλώσσα του στρατού) το κοτόπουλο. Από το ότι σύμφωνα με μια αντίληψη οι
ορμόνες που ταΐζουν τα κοτόπουλα, για να αναπτυχθούν πιο γρήγορα και να γίνουν
πιο παχιά, έχουν ως αποτέλεσμα να μεγαλώνει το στήθος αυτού που τα τρώει.
Υποκορ. πουστάκος κ. πουσταράκος κ. πουστράκος, ο κ. πουσταρέλι
κ. πουστρέλι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. πουστάρα, η και πούσταρος,
ο, (βλ. λ.)·
-
για δε(ς), ρε πούστη! ή για δε(ς), ρε πούστη μου! βλ. φρ. πω
πω, ρε πούστη(!). (Ακολουθούν 21 φρ.) ·
-
γκραν πούστης, ο μεγάλος πούστης: «πρόσεχε αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί
είναι γκραν πούστης»·
-
δεν κουνιέται πούστης, α. επικρατεί απόλυτη νηνεμία: «κάνει τόσο
ζέστη έξω, που δεν κουνιέται πούστης». β. υπάρχει πλήρης απουσία δράσης
ή δραστηριότητας: «τον τελευταίο καιρό δεν κουνιέται πούστης στο συνδικαλιστικό
κίνημα». γ. υπάρχει πλήρης στασιμότητα εμπορικών συναλλαγών στην αγορά:
«με τις συνεχιζόμενες απεργίες, δεν κουνιέται πούστης». Από το ότι πολλοί
πούστηδες έχουν λικνιστό περπάτημα. Συνών. δεν κουνιέται φύλλο·
-
δουλεύει σαν πούστης ή δουλεύει σαν τον πούστη, εργάζεται σκληρά,
εντατικά: «απ’ τη μέρα που απολύθηκε απ’ το στρατό, δουλεύει σαν πούστης». Για
συνών. βλ. φρ. δουλεύει σαν σκυλί ή δουλεύει σαν το σκυλί, λ.
σκυλί·
-
είναι πούστης στην ψυχή, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος (ανεξάρτητα
από τις σεξουαλικές του προτιμήσεις) είναι πολύ κακό: «μπορεί να πηδάει
γυναίκες, αλλά είναι πούστης στην ψυχή»·
-
κακός πούστης, άνθρωπος πολύ ενοχλητικός, ιδιότροπος, στρυφνός: «πρόσεχε
τις συναλλαγές μαζί του, γιατί είναι κακός πούστης»·
-
κρυφός πούστης, α. άνθρωπος επικίνδυνος, ύπουλος, δόλιος, που
ξεγελάει με την εμφάνισή του, με το παρουσιαστικό του, γιατί εμπνέει
εμπιστοσύνη: «πρόσεχε αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι κρυφός πούστης και
δεν ξέρεις πότε θα σου τη φέρει». β. λέγεται ειρωνικά ή και θαυμαστικά
για άτομο που ανακαλύπτουμε ξαφνικά ελαττώματα ή και προτερήματά του που δε
γνωρίζαμε προηγουμένως: «πού να ’ξερα πως ήταν κρυφός πούστης και πως θα
προσπαθούσε να με παρασύρει στα ναρκωτικά! || κι όμως, χωρίς τη βοήθεια κανενός
τέλειωσε μια από τις πιο δύσκολες δουλειές. -Κρυφός πούστης, έτσι!». Συνών. κρυφή
πουτάνα· βλ. και λ. κρυφόπουστος·
-
μη φας, θα σφάξουμε πούστη, α. (ειρωνικά) μην υπολογίζεις σε
μένα, γιατί δε θα σου κάνω καμιά χάρη, καμιά εκδούλευση, καμιά εξυπηρέτηση:
«μπορείς να με βοηθήσεις λίγο στη μετακόμιση; -Μη φας, θα σφάξουμε πούστη». β.
(ειρωνικά) είσαι γελασμένος, αν νομίζεις ότι πιστεύω πως τα πράγματα είναι ή
έγιναν έτσι όπως τα λες, ή είσαι γελασμένος, αν νομίζεις ότι τα πράγματα θα
γίνουν έτσι όπως τα θέλεις ή όπως σε συμφέρουν: «μόλις έρθει ο καινούριος
διευθυντής, θα με προωθήσει για υποδιευθυντή. -Μη φας, θα σφάξουμε πούστη». Από
την ερμηνεία κοτόπουλο που δίνεται στη λ. πούστης στη γλώσσα του
στρατού. Συνών. η φας, θα σου ’χω γλάρο / μη φας, θα σου ’χω γλαρόσπουπα /
μη φας, θα ’χουμε φτερούγες απ’ αεροπλάνο·
-
μου ’γινε κακός πούστης, μου έγινε πολύ ενοχλητικός με τις απαιτήσεις ή
τις ιδιοτροπίες του: «μου ’γινε κακός πούστης μέχρι να του δώσω τα δανεικά που
μου ζητούσε || μου ’γινε κακός πούστης με τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα που έχει»·
-
όλοι οι πούστηδες είναι τυχεροί, ζηλόφθονη ή μειωτική έκφραση σε κάποιον,
άσχετα από τη σεξουαλική του προτίμηση, που πετυχαίνει σε όλες του τις
προσπάθειες ή που γενικά πέτυχε στη ζωή του, ή λέγεται για κάποιον που κερδίζει
συνεχώς σε κάποιο τυχερό παιχνίδι, ιδίως στο χαρτοπαίγνιο·
-
όξω, πούστη, απ’ την παράγκα! α. υβριστική έκφραση με την οποία
ζητά κανείς από κάποιον ανεπιθύμητο να φύγει, να εξαφανιστεί από το χώρο του ή
από την ομήγυρη: «όξω, πούστη, απ’ την παράγκα, γιατί αν σε πιάσω στα χέρια μου
θα γίνει της πουτάνας!». Η φρ. ξεκίνησε από το χώρο της φυλακής και λεγόταν συνήθως
από φυλακισμένο, όταν ερχόταν στο κελί του απρόσκλητος κάποιος πούστης, γιατί,
οι λαϊκοί άνθρωποι, έτρεφαν μια απέχθεια προς τους πούστηδες εκτός από τη
στιγμή που τους χρησιμοποιούσαν για να εκτονωθούν σεξουαλικά. Εξάλλου είναι
γνωστό το με άνθρωπο που γαμάς, τι κουβέντα να κάνεις! β. επίσης
λέγεται απειλητικά σε κάποιον που μας αραδιάζει ένα σωρό ανοησίες ή που
τερατολογεί: «στο τέλος ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας με κάλεσε να περάσω
τις διακοπές μαζί του. -Όξω, πούστη, απ’ την παράγκα!». Στη δεύτερη περίπτωση
πολλές φορές ακούγεται το ε·
-
όπου χτυπάει καμπάνα, για πούστης για πουτάνα, βλ. λ. καμπάνα·
-
πίνει σαν πούστης ή πίνει σαν τον πούστη, πίνει πάρα πολύ, υπερβολικά:
«κάθε βράδυ γίνεται σταφίδα, γιατί πίνει σαν πούστης». Από το ότι ο πούστης
επιδίδεται με πάθος στο πάθος του·
-
πούστη μου! επιφωνηματική έκφραση θαυμασμού σε όμορφη γυναίκα που τη
βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας·
-
πούστης αμερικάνος, (στη γλώσσα του στρατού) κοτόπουλο με πατάτες·
-
πούστης ιταλός, (στη γλώσσα του στρατού) κοτόπουλο με μακαρόνια·
-
πούστης κινέζος, (στη γλώσσα του στρατού) κοτόπουλο με ρύζι·
-
πω πω, ρε πούστη! ή πω πω, ρε πούστη μου! επιφωνηματική έκφραση που
ανάλογα με τον τόνο της φωνής δηλώνει απελπισία, έκπληξη ή θαυμασμό: «πω πω, ρε
πούστη μου, τι θα κάνω τώρα που μ’ έδιωξαν απ’ τη δουλειά! || πω πω, ρε πούστη
μου, πού έχει φτάσει σήμερα η ιατρική επιστήμη! || πω πω, ρε πούστη μου, μια
γυναικάρα που περνάει απέναντι!»·
-
στον πούστη πουστιές δεν περνάνε ή στον πούστη πουστιές δε χωράνε, βλ.
φρ. στην πουτάνα πουτανιές δεν περνάνε, λ. πουτάνα·
-
τι λε(ς), ρε πούστη! ή τι λε(ς), ρε πούστη μου! επιφωνηματική
έκφραση που ανάλογα με τον τόνο της φωνής δηλώνει απορία, έκπληξης, θαυμασμό,
αμφισβήτηση ή άρνηση σε αυτά που μας λέει κάποιος: «ο τάδε πέρασε πρώτος στο
πανεπιστήμιο. -Τι λε(ς), ρε πούστη μου, αυτός ήταν συνέχεια στους δρόμους! || ο
τάδε παντρεύεται την κόρη του τάδε. -Τι λε(ς), ρε πούστη μου, παίρνει εκείνη τη
γυναικάρα! || όπως ερχόμουν, είδα στο δρόμο τον τάδε. -Τι λε(ς), ρε πούστη,
αυτός λείπει στο εξωτερικό! || θα με βοηθήσεις στη μετακόμιση που θα κάνω; -Τι
λε(ς), ρε πούστη, που θα γίνω εγώ χαμάλης δικός σου!»·
-
το μουστάκι είναι ο φερετζές του πούστη ή το μουστάκι και το μούσι
είναι ο φερετζές του πούστη, βλ. λ. μουστάκι·
-
τρώει σαν πούστης ή τρώει σαν τον πούστη, τρώει πάρα πολύ, τρώει
υπερβολικά: «πώς να μη γίνει εκατό κιλά, αφού τρώει σαν πούστης!». Από το ότι ο
πούστης επιδίδεται με πάθος στο πάθος του.