πουλόπουλος, ο, ουσ. [<πούλος + κατάλ. -όπουλος], εύχρ. μόνο στις
φρ. γίνομαι πουλόπουλος, α. (στη γλώσσα της αργκό) εξαφανίζομαι.
(Λαϊκό τραγούδι: μου χτυπούν το παραθύρι, ξυπνώ και βλέπω τον Ζαφείρη, δεν έγινα
πουλόπουλος και μ’ άρπαξε ο Σταυρόπουλος). Αναφορά σε ομώνυμο έμπορο
των Αθηνών που εξαφανίστηκε, επειδή χρωστούσε πολλά ή κατ’ άλλους αφού, πρώτα
εισέπραξε πολλές προκαταβολές για μελλοντική συνεργασία εξαφανίστηκε. β.
δραπετεύω: «καθώς τον μετέφεραν στη φυλακή, βρήκε κάποια στιγμή την ευκαιρία κι
έγινε πουλόπουλος»·
-
την κάνω πουλόπουλος, βλ. φρ. γίνομαι πουλόπουλος.