πούλημα, το, ουσ. [<αρχ. πώλημα <πωλῶ], το πούλημα. 1.
η εγκατάλειψη κάποιου, ιδίως φίλου, τη στιγμή ακριβώς που έχει την ανάγκη μας
και, κατ’ επέκταση, η προδοσία: «τέτοιο πούλημα δεν το περίμενα από σένα!». 2.
η ασυνέπεια ως προς κάτι που είχαμε υποσχεθεί ή συμφωνήσει: «τέτοιο πούλημα δεν
το περίμενα απ’ αυτόν, γιατί μου είχε υποσχεθεί πως θα ’ρχόταν, και δεν πήρε
ούτε ένα τηλέφωνο να με ειδοποιήσει πως δεν μπορεί»·
- τρώω πούλημα, α. εγκαταλείπομαι από κάποιον, ιδίως
από φίλο, τη στιγμή ακριβώς που έχω την ανάγκη του και, κατ’ επέκταση,
προδίδομαι από κάποιον: «δεν ξέρεις τι άσχημο πράγμα είναι να τρως πούλημα απ’
τον καλύτερο φίλο σου!». β. περιμένω μάταια στο ραντεβού που έχω με
κάποιον: «κοίτα να μη με στήσεις στο ραντεβού, γιατί δεν έχω μάθει να τρώω
πούλημα».