πουγκί, το,
ουσ. [<μσν. πουγγί(ο)ν, υποκορ. του ουσ. πούγγα], μικρό σακουλάκι για
χρήματα και, κατ’ επέκταση, το χρηματικό απόθεμα ή η περιουσία: «κάθε φορά που
έχει δυσκολίες, βάζει χέρι στο πουγκί της μάνας του». (Λαϊκό τραγούδι: στην
αγορά όταν θα πας, βάστα πουγκί μεγάλο, κι αν είσ’ ο δόλιος φουκαράς, να
πάρεις δρόμο άλλο)·
-
κάλλιο κόμπο στο πουγκί παρά κόμπο στην καρδιά, είναι προτιμότερο να μη
δανείζει κανείς παρά να δανείζει και ύστερα να έχει την αγωνία, αν θα τα πάρει
πίσω τα δανεικά: «δεν είμαι τσιγκούνης, όπως νομίζεις, αλλά κάλλιο κόμπο στο
πουγκί παρά κόμπο στην καρδιά»·
-
κάνω πουγκί, δημιουργώ χρήματα, κομπόδεμα, περιουσία: «δούλεψε σκληρά
στην ξενιτιά κι έκανε μεγάλο πουγκί».