που, άκλ.
[<μσν. πού, ὁπού <αρχ. ὅπου], που. 1. (ως αναφορ. αντων.) ο
οποίος, -α, -ο: «ο άνθρωπος που μου γνώρισες είναι σπουδαίος». 2. (ως
αιτιολογ. σύνδ.) επειδή: «λυπήθηκα που έχασες». 3. (ως χρον. σύνδ.) κατά
το χρονικό διάστημα: «θυμάσαι που κάναμε κοπάνες στο σχολείο;». 4. (ως
συμπερ. σύνδ.) τόσο ώστε: «έκλαιγε τόσο γοερά, που έλεγες πως δε θα σταμάταγε».
5. (ως ειδ. σύνδ.) ότι: «βλέπω που κάνεις πρόοδο». 6. (επίρρ.)
όπου: «το μέρος που γεννήθηκα είναι δοξασμένο». 7. (ως ευχετικό μόριο)
είθε: «που να του τύχουν όλα τα καλά του κόσμου || που να του κοβόταν το ρημάδι
την ώρα που άπλωνε χέρι απάνω της!». 8. παραβολικό μόριο (για σύγκριση ή
παρομοίωση) όπως: «έτσι που ήρθαν τα πράγματα, δεν νομίζω να πάμε καλά». 9. (εναντιωμ.
σύνδ.) ενώ, μολονότι: «έχεις το θράσος να κατηγορείς εμένα, που σε φρόντιζα μια
ζωή!». (Ακολουθούν 25 φρ.)·
-
αραιά και που ή αριά και που, βλ. λ. αραιός·
-
είναι που, γίνεται, συμβαίνει κάτι επειδή…: «είναι που κάνει θόρυβο το
κομπρεσέρ γι’ αυτό δε σ’ ακούω || είναι που δεν ξέρω να κολυμπώ γι’ αυτό δεν
πέφτω στη θάλασσα»·
-
είναι που… αλλιώς… (ειδάλλως…), εκφράζει το λόγο που ο ομιλητής
αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να ισχύσει αυτό που αναφέρει στη συνέχεια: «είναι
που σ’ αγαπώ, αλλιώς θα ’τρωγες βρομόξυλο || είναι που έχουμε καθαρό αέρα,
ειδάλλως δε θα μπορούσαμε ν’ αναπνεύσουμε»·
-
έλα όμως που ή έλα που ή μα έλα που, βλ. λ. έλα·
-
κάθε (φορά) που, όποτε, οσάκις, κάθε φορά: «κάθε που έρχεται στην παρέα
μας αυτός ο αλήτης, μας κάνει άνω κάτω». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε που βραδιάζει
μες τη γειτονιά)·
-
ότι που, ακριβώς τη στιγμή που: «βρε, καλώς το παιδί. Ότι που είχαμε την
κουβέντα σου || καλώς το φίλο μου. Ότι που ετοιμαζόμουν να σου τηλεφωνήσω»·
-
ούτε που, βλ. λ. ούτε·
-
… που πήγε καπνός, βλ. λ. καπνός1·
-
που αγάλια αγάλια περπατεί, μακριά μπορεί να φτάσει, βλ. λ. αγάλια·
-
που δε λέγεται, βλ. λ. λέγομαι·
-
που δεν έχει όμοιό του, βλ. λ. όμοιος·
-
που δεν έχει ταίρι, βλ. λ. ταίρι·
-
που και που, μερικές φορές, σε αραιά χρονικά διαστήματα, σπάνια: «δεν
κάνουμε πια παρέα, αλλά τον βλέπω που και που». (Λαϊκό τραγούδι: να ’ναι
μαγκιόρα κι αλεπού και να σε δέρνει που και που).Συνών. από
καιρό σε καιρό / κάπου κάπου / πότε πότε·
-
που λέει ο λόγος, βλ. λ. λόγος·
-
που λένε, βλ. λ. λέω·
-
που λες, βλ. λ. λέω·
-
που να μη σώσεις! βλ. λ. σώνω·
-
που να μην έσωνα! βλ. λ. σώνω·
-
που να μην έσωνε! βλ. λ. σώνω·
-
που να πάρ’ ο διάβολος και να με σηκώσει! βλ. λ. διάβολος·
-
που να πάρ’ ο διάβολος και να σε σηκώσει! βλ. λ. διάβολος·
-
που να σκάσεις! βλ. λ. σκάω.
-
που να φας τη γλώσσα σου! βλ. λ. γλώσσα·
-
που να χτυπάς τον κώλο σου! ή που να χτυπάς τον κώλο σου κάτω! ή που
να χτυπάς τον κώλο σου καταγής! βλ. λ. κώλος·
-
που να χτυπιέσαι κάτω! ή που να χτυπηθείς! βλ. λ. χτυπιέμαι.