ποτάμι, το, ουσ. [<μσν. ποτάμιν <μτγν. ποτάμιον, υποκορ.
του ουσ. ποταμός], το ποτάμι· ως επίρρ. (για υγρά, ιδίως για νερό) άφθονα, σαν
ποτάμι: «έσπασε ο σωλήνας της ύδρευσης κι έτρεχε το νερό ποτάμι». (Λαϊκό
τραγούδι: μπρος στα πόδια μου ποτάμι το νερό, με παράπονο κοιτώ τον
ουρανό)· βλ. και λ. ποταμός. (Ακολουθούν 19 φρ.)·
-
ας τα πάρει το ποτάμι! ας ξεχάσουμε όλα όσα ήταν αιτία που μας έκαναν να
μαλώσουμε και ας μονοιάσουμε ξανά: «είναι άδικο τόσα χρόνια φίλοι και να μη
μιλάμε για μια ηλίθια παρεξήγηση, γι’ αυτό ας τα πάρει το ποτάμι!»·
-
ας το πάρει το ποτάμι! έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως παραγράφουμε,
πως συγχωρούμε κάποιον για κάτι κακό που μας έχει κάνει: «αφού αναγνώρισες το
σφάλμα σου και μου ζητάς συγνώμη, ας το πάρει το ποτάμι!»·
-
κι όποιον πάρει το ποτάμι, λέγεται στην περίπτωση που επιβάλλεται κάποια
τιμωρία με άνωθεν εντολή στην τύχη και όχι κατ’ επιλογή ή στην περίπτωση που
κάποια επικίνδυνη ενέργεια μπορεί να βλάψει τυχαία τον οποιονδήποτε: «εγώ θα
επιβάλω τις ανάλογες κυρώσεις για τη ζημιά που έγινε και όποιον πάρει το
ποτάμι». Συνών. κι όποιον πάρει η μπάλα / κι όποιον πάρει η μπόρα / κι
όποιον πάρει ο χάρος·
-
μας πήρε όλους το ποτάμι, συντελέστηκε γενική οικονομική καταστροφή σε
ένα σύνολο ατόμων ή σε μια χώρα: «με την πρόσφατη οικονομική κρίση μας πήρε
όλους το ποτάμι»·
-
να τα πάρει το ποτάμι! βλ. φρ. ας τα πάρει το ποτάμι(!)·
-
να το πάρει το ποτάμι; ερώτηση σε κάποιον, στην περίπτωση που τον
παιδεύουμε και δεν του λέμε κάτι που αποτελεί μυστικό ή τον έχουμε υποβάλει στη
δοκιμασία ενός αινίγματος ή στη λύση ενός γρίφου και δεν ξέρει τη σωστή
απάντηση, με την έννοια να του την πούμε εμείς που τη γνωρίζουμε, για να πάψει
να βασανίζεται άλλο. Συνών. φτύσ’ τα έξω(;)·
-
όπου περπατεί το ποτάμι, από κει θα πιεις νερό, βλ. λ. νερό·
-
παίρνει το ποτάμι (κάτι), καταστρέφεται, χάνεται, εξαφανίζεται κάτι:
«όλες τις χαρές μας τις πήρε το ποτάμι || ευτυχώς όλες τις λύπες μας τις πήρε
το ποτάμι». (Λαϊκό τραγούδι: όνειρο ήταν η αγάπη αυτή, τώρα πια διάβηκε την
πήρε το ποτάμι, όλα εσβήσανε κι έχουν γκρεμιστεί, δάκρυ και πίκρα όλα
πήγανε χαράμι)·
-
σιγανό ποτάμι, βλ. συνηθέστ. σιγανό ποταμάκι, λ. ποταμάκι·
-
τα μεγάλα ποτάμια, από μικρές πηγές πηγάζουν, βλ. λ. πηγή·
-
τα ποτάμια δε γυρίζουν πίσω, δεν μπορεί να αλλάξει, να διαφοροποιηθεί
κάτι που έχει συντελεστεί: «ό,τι έγινε έγινε κι αν θες να ξέρεις, τα ποτάμια δε
γυρίζουν πίσω»·
-
τα ποτάμια δε γυρίζουν στα βουνά, βλ. φρ. τα ποτάμια δε γυρίζουν πίσω·
-
το βαθύ ποτάμι, κρότο δεν κάνει, αυτός που έχει επίγνωση της
ανωτερότητάς του, των γνώσεών του, της σοφίας του, δε μιλάει για τον εαυτό του,
δεν αυτοπροβάλλεται: «είναι απ’ τους πιο άξιους δασκάλους της πανεπιστημιακής
μας κοινότητας αλλά θέλει να περνάει απαρατήρητος, γιατί το βαθύ ποτάμι, κρότο
δεν κάνει». Συνών. τα μεγάλα δάση μένουν βουβά·
-
το ποτάμι της ιστορίας δε γυρίζει πίσω, τα πράγματα εξελίσσονται: «ο
λαός μας θα πάει μπροστά, γιατί το ποτάμι της ιστορίας δε γυρίζει πίσω». Μια
από τις αγαπημένες εκφράσεις του Ανδρέα Παπανδρέου·
-
τον πήρε το ποτάμι, καταστράφηκε ψυχικά ή οικονομικά: «απ’ τη μέρα που
χώρισε τον πήρε το ποτάμι || πώς να μην τον πάρει το ποτάμι με τις βλακείες που
έκανε στη δουλειά του!». Συνών. τον πήρε η κάτω βόλτα / τον πήρε η μπάλα /
τον πήρε η μπόρα·
-
τον πήρε κι αυτόν το ποτάμι, λέγεται στην περίπτωση που, σε κάποια
ομαδική τιμωρία που επιβλήθηκε με άνωθεν εντολή, τιμωρήθηκε και κάποιος που δεν
ευθυνόταν, ή λέγεται στην περίπτωση που σε κάποια γενική κρίση υπέστη τις
συνέπειές της και κάποιος που φαινόταν πως θα την ξεπεράσει ανώδυνα, ή λέγεται
στην περίπτωση που τις δίκαιες επιπλήξεις κάποιου σε ένα σύνολο τις υπέστη και
ένας αθώος: «επειδή τ’ αφεντικό τους τους έπιασε να τεμπελιάζουν, έκανε
περικοπές στο μισθό τους και τον πήρε κι αυτόν το ποτάμι, που το συγκεκριμένο
μήνα έλειπε με άδεια || οι μετοχές που είχε επιλέξει ήταν οι μόνες που
κρατούσαν στο χρηματιστήριο, αλλά με τη συνεχιζόμενη πτώση των τιμών, στο τέλος
τον πήρε κι αυτόν το ποτάμι || τους σκυλόβρισε ο διευθυντής τους, επειδή δεν
του είχαν ετοιμάσει ακόμη τα σχέδια, κι όπως περνούσε απ’ το γραφείο ο τάδε,
τον πήρε κι αυτόν το ποτάμι». Συνών. τον πήρε κι αυτόν η μπάλα / τον πήρε κι
αυτόν η μπόρα·
-
τρέχει ο ιδρώτας (μου) ποτάμι, βλ. λ. ιδρώτας·
-
τρέχει το αίμα (μου) ποτάμι, βλ λ. αίμα.
-
χύνω ποτάμι (τα) δάκρυα ή χύνω (τα) δάκρυα ποτάμι, βλ. λ. δάκρυ.