ποταμάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. ποτάμι], το ποταμάκι·
-
απ’ τα σιγανά ποταμάκια να φοβάσαι, βλ. φρ. σιγανό ποταμάκι·
-
σιγανό ποταμάκι, α. λέγεται για άτομο που παρουσιάζεται ως ήρεμο,
καλό και τίμιο, ενώ στην πραγματικότητα είναι κακό και ύπουλο: «πρόσεχε αυτόν
που κάνεις παρέα, γιατί είναι σιγανό ποταμάκι και θα σε μπλέξει χωρίς να το
καταλάβεις». β. λέγεται και για άτομο, οι ικανότητες του οποίου δε μας
είναι γνωστές και μας αποκαλύπτονται, όταν ενεργεί: «κανείς δεν το περίμενε πως
θα μπορούσε να φέρει σε πέρας μια τόσο δύσκολη δουλειά, αλλά αποδείχτηκε σιγανό
ποταμάκι».