πορτοφόλι, το, ουσ. [<ιταλ. portafogli], το πορτοφόλι· η
οικονομική δυνατότητα που έχει κάποιος και γενικά τα λεφτά, τα χρήματα, ο
πλούτος: «με το πορτοφόλι που έχει αυτός ο άνθρωπος μπορεί ν’ αγοράσει ό,τι
θέλει». (Λαϊκό τραγούδι: στον κόσμο τον σημερινό αυτό το ξέρουν όλοι, η
δύναμη στον άνθρωπο είναι το πορτοφόλι). Συνών. βαλάντιο / τσέπη (1).
Υποκορ. πορτοφολάκι, το. Μεγεθ. πορτοφόλα, η. (Τραγούδι: τα
λεφτά τα λεφτά ποιος τ’ ανακάλυψε, τα λεφτά τα λεφτά την πορτοφόλα, τα
λεφτά τα λεφτά και μας παράλειψε τι παθαίνει ο άνθρωπος με του παρά τη φόλα).
(Ακολουθούν 17 φρ.)·
-
άδειασε το πορτοφόλι μου, ξόδεψα όλα τα χρήματα που είχα επάνω μου:
«πήγα στο τάδε σούπερ μάρκετ και, πάρε το ένα πάρε το άλλο, ούτε που κατάλαβα
για πότε άδειασε το πορτοφόλι μου»·
-
(δε) βαστάει το πορτοφόλι μου, η οικονομική μου κατάσταση (δε) μου
επιτρέπει να κάνω κάτι συγκεκριμένο: «θα ’θελα κι εγώ να πάω σ’ αυτή την
κρουαζιέρα, αλλά δε βαστάει το πορτοφόλι μου || αφού βαστάει το πορτοφόλι μου,
θα διασκεδάζω όσο θέλω»·
-
(δε) σηκώνει το πορτοφόλι μου, βλ. φρ. (δε) βαστάει το πορτοφόλι μου·
- (δεν) αντέχει το πορτοφόλι μου, βλ. φρ. (δε) βαστάει το
πορτοφόλι μου·
-
δεν είναι για το πορτοφόλι μου, δεν μπορώ να πραγματοποιήσω αυτό για το
οποίο γίνεται λόγος, γιατί είναι πολύ ανώτερο, ακριβότερο από την οικονομική
μου δυνατότητα: «ωραία η κρουαζιέρα που λέτε, αλλά δε θα ’ρθω, γιατί δεν είναι
για το πορτοφόλι μου || πολύ σπουδαίο αυτοκίνητο, αλλά δεν είναι για το
πορτοφόλι μου». Συνών. δεν είναι για την τσέπη μου / δεν είναι για το
βαλάντιό μου·
-
είμαι μ’ άδειο πορτοφόλι, βλ. φρ. μένω μ’ άδειο πορτοφόλι·
-
έχει άδειο πορτοφόλι, δεν έχει λεφτά, δεν έχει χρήματα, είναι φτωχός:
«δεν μπορεί να κάνει παρέα με τους πλούσιους, γιατί έχει άδειο πορτοφόλι».
(Τραγούδι: η ζωή μου όλη άδειο πορτοφόλι,έρωτες ξενύχτια και
φιλιά, η ζωή μου όλη άδειο πορτοφόλι έξω φτώχεια και καλή καρδιά)·
-
έχει γεμάτο πορτοφόλι, έχει πολλά λεφτά, πολλά χρήματα, είναι πολύ
πλούσιος: «όταν ο άνθρωπος έχει γεμάτο πορτοφόλι, έχει και το κεφάλι του
ήσυχο». (Λαϊκό τραγούδι: κρατάτε με το ίσο για να σας τραγουδήσω έξω
ντέρτια, βρε παιδιά, κι αν δεν έχουμε όλοι γεμάτο πορτοφόλι,έχουμε
καλή καρδιά)·
-
έχει πορτοφόλι, έχει αρκετά λεφτά, αρκετά χρήματα, είναι πλούσιος.
(Λαϊκό τραγούδι: όταν έχεις πορτοφόλι, τεμενά σε κάνουν όλοι)·
-
έχει φουσκωμένο πορτοφόλι ή έχει πορτοφόλι φουσκωμένο, έχει πάρα πολλά
λεφτά, πάρα πολλά χρήματα, είναι πάρα πολύ πλούσιος: «αυτόν δεν τον νοιάζει καθόλου
η ακρίβεια που υπάρχει στην αγορά, γιατί έχει φουσκωμένο πορτοφόλι»·
-
έχει χοντρό πορτοφόλι, βλ. φρ. έχει φουσκωμένο πορτοφόλι·
- μ’ άδειο πορτοφόλι, χωρίς καθόλου χρήματα (χωρίς αυτό
να προϋποθέτει φτώχεια): «πέρνα αύριο απ’ το γραφείο μου να σου δώσω τα χρήματα
που σου χρειάζονται, γιατί αυτή τη στιγμή με πέτυχες μ’ άδειο πορτοφόλι»·
-
μένω μ’ άδειο πορτοφόλι, μένω χωρίς λεφτά, μένω απένταρος: «πριν από
λίγο καιρό πάντρεψα την κόρη μου κι έμεινα μ’ άδειο πορτοφόλι || έχασε όλη του
την περιουσία στα χαρτιά κι έμεινε μ’ άδειο πορτοφόλι». Συνών. μένω μ’ άδεια
τσέπη·
-
τιμές για όλα τα πορτοφόλια, υπάρχει ποικιλία τιμών, υπάρχουν τιμές για
την οικονομική δυνατότητα του καθενός: «σ’ αυτό το εμπορικό κέντρο, υπάρχουν
τιμές για όλα τα πορτοφόλια», Συνών. τιμές για όλα τα βαλάντια / τιμές για
όλες τις τσέπες·
-
το γεμάτο πορτοφόλι έχει πολλούς φίλους, ο πλούσιος περιστοιχίζεται από
πολλούς που επιδιώκουν να επωφελούνται από τα έξοδα που κάνει, ιδίως στα
γλέντια: «εμάς τα μπατιράκια όλοι μας αποφεύγουν ενώ, το γεμάτο πορτοφόλι έχει
πολλούς φίλους»·
-
του άδειασαν το πορτοφόλι, του έκλεψαν ή του κέρδισαν, ιδίως σε
χαρτοπαίγνιο, όλα τα χρήματα που είχε επάνω του: «έμπλεξε με κάτι χαρτοπαίχτες
και του άδειασαν το πορτοφόλι»·
- του πήρε το πορτοφόλι, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου και
του μπάσκετ) ο ποδοσφαιριστής, ο παίχτης για τον οποίο γίνεται λόγος, απέσπασε
περίτεχνα την μπάλα από τον αντίπαλό του: «ήταν τόσο καταπληκτική η ενέργεια
του παίχτη μας, που πήρε το πορτοφόλι του αντίπαλου παίχτη και ξεχύθηκε προς την
αντίπαλη εστία με την μπάλα στα πόδια». Συνών. του πήρε την ταυτότητα.