πορτοκαλιά, η, ουσ. [<πορτοκαλέα <πορτοκάλιον], η πορτοκαλιά·
-
είναι κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια ή έχει κι αλλού
πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια ή υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές που
κάνουν πορτοκάλια, α. λέγεται ειρωνικά, ιδίως σε γυναίκα, που δεν
ενδίδει στις ερωτικές μας προτάσεις, ενώ υπάρχουν πολλές γυναίκες που μπορούν
να μας δώσουν αυτό που ζητάμε. (Τραγούδι: το καπελάκι μου στραβά φόρεσα κι
άντε γεια χαρά, έχει κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια). β.
(γενικά) λέγεται, όταν μας αρνείται κάποιος μια βοήθεια ή μια εκδούλευση, ενώ
μπορούμε να την πετύχουμε και από άλλους ή, όταν αμφισβητούμε την αποκλειστικότητα
κάποιου: «μη στενοχωριέσαι που δε σε βοήθησε ο τάδε, γιατί έχει κι αλλού
πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια || αν συμβεί άλλη φορά να μη μ’ εξυπηρετήσεις
σωστά στο μαγαζί σου, δε θα ξαναπατήσω, γιατί υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές που
κάνουν πορτοκάλια». Συνών. έχει πολλά ψάρια η θάλασσα·
-
θα την κουνήσουμε την πορτοκαλιά; απευθύνεται ως ερώτηση σε γυναίκα με
την έννοια θα συνάψουμε ερωτικές σχέσεις(;): «αμάν, βρε κοριτσάκι μου, σε
κυνηγάω τόσον καιρό! Τι θα γίνει, θα την κουνήσουμε την πορτοκαλιά;». Ακούγεται
και ως πείραγμα σε ωραία γυναίκα, που τη βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας·
-
κάνω την πορτοκαλιά, προσποιούμαι τον ερωτευμένο με κάποια για να
κάνουμε να ζηλέψει αυτός που πραγματικά την ενδιαφέρει: «είναι ξαδέρφη μου και
κάνω την πορτοκαλιά, γιατί την παραμελεί ο δικός της τον τελευταίο καιρό».