πόρος, ο, ουσ.
[<αρχ. πόρος], ο πόρος·
- άσπρος κώλος, μαύρος κώλος, στον πόρο θα φανεί, έκφραση με την οποία προκαλούμε
κάποιον να αποδείξει έμπρακτα αυτό που ισχυρίζεται πως μπορεί να κάνει: «αν λες
πως είσαι πιο δυνατός απ’ τον τάδε, να τος, έρχεται, οπότε, άσπρος, μαύρος
κώλος, στον πόρο θα φανεί». Συνών. θα πηδήσω, πατέρα, θα σε δω, παιδί μου /
ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα.